United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μηδ' άφινε κι' ο Σκάμαντρος τη λύσσα, μον πιο ακόμα 305 θυμός τον πήρε, και μ' αψύ ορθοστημένο κύμα ορμούσε κι' όλο ανάσκελα τον άμπωχνε να πέσει. 307 327 Τον είδε τότες κι' έσκουξε η Ήρα, τρομασμένη 328 μήπως τον πνίξει το τρανό βαθύχοχλο ποτάμι, και κράζει εφτύς στον Ήφαιστο, το λατρεμένο γιο της 330 «Παιδί μου κουτσοπόδη μου, ομπρός! γιατί στη μάχη εσένα λέμε ισόπαλο πως είσαι του Σκαμάντρου.

Και πήγε απάνου στάθηκε στου χαντακιού τον όχτο, 215 παρέκει λίγο απ' το τειχί, μηδέ έσμιγε τους άλλους, τι την ορμήνια 'χε στο νου της μάννας· κι' απ' τον όχτο χούγιαξε ολόρθος στέκοντας, κι' η Αθηνά ως αλάργα έσκουξε, κι' έκοψε η στριγγιά τα ήπατα των Τρώων. 218 Όλους τους έπιασε σπασμόςκι' όλες ξανά οι φοράδες 223 γυρνούν τ' αμάξιατι έβλεπαν μπροστά ανοιχτό τον Άδη.

Κι' ενώ ο Διομήδης έτρεχε κατά το δρόμο τ' όπλουεκεί στο χώμα τούπεσεμέσα απ' τους πρωτομάχους, τότες αφτός συνέφερε, και πίσω μες στ' αμάξι πηδά και τρέχει ως στους στερνούς και σώζεται απ' το χάρο. 360 Κι' έσκουξε του Τυδέα ο γιος, με το κοντάρι ορμώντας «Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα και σ' έτρωγα.

Τρεις έσκουξε έτσι όση φωνή τα στήθια του χωρούσαν, και τρεις, σα φώναζε, φορές τον άκουσε ο Μενέλας που σύντομα είπε εκεί κοντά στο γιο του Τελαμώνα «Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, 465 φωνή θαρρώ πως άκουσαν τ' αφτιά μου απ' το Δυσσέα, φωνή σα ναν την χώρισαν μες στην καρδιά της μάχης κι' εκεί ίσως τον καταπονούν μοναχιασμένο οι Τρώες.

Τότες του κράζει ο καστανός με τις βρισές Μενέλας «Δεν έχει, Αντίλοχε, κορμί σαν πούσαι εσύ χαμένο! Κουρέβου! Κρίμας γνωστικό π' ως τώρα σε θαρρούσαν. 440 Μα κι' έτσι δίχως όρκο εσύ δεν παίρνεις το βραβείοΕίπε, κι' αμέσως έσκουξε στα ζα του και τους είπε «Καρδιά!

Εκείνη τον πλήρωνε με τα ίδια χαϊδολογήματα. Σκάλωνε απάνου του με μισοκλεισμένα μάτια, λάουλάου σα να πήγαινε ν' αρπάξη κάτι τι πίσ' από το κεφάλι του. Άξαφνα όμως έσκουξε δυνατά· νιάου! Ο Αρχαιολόγος της έσφιξε την ουρά. Κι άμα την κατάλαβε πως πονεί την έσφιξε δυνατώτερα. Η γάτα έκανε χίλιους τρόπους για να γλυτώση από τα χέρια του.

Έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μια φωνή μεγάλη «Τρώες, ομπρός, λιοντόκαρδοι, αλόγων 'μερωτάδες! Βρήκα τον πρώτο απ' τους οχτρούς! Πολύ δε θα βαστάξει θαρρώ στη γοργοσαϊτιά, αλήθια αν ο αφέντης του Δία ο γιος με σήκωσε, όταν ναρθώ κινούσα105 Έτσι είπε και παινέφτηκε.

Είπε, και σιώντας τίναξε το σουγλερό κοντάρι 280 και στην ασπίδα τον βαράει· κι' εκείνη ως πέρα πέρα πετάει, η μύτη η χάλκινη, και μπαίνει στα τσαπράζα. Κι' έσκουξε τότε ο Πάνταρος με μια φωνή μεγάλη «Σούσκισα ως μέσα την κοιλιά! Πολύ δε θα βαστάξεις λέω όρθιος πια, και μούδωκες μεγάλη εμένα δόξα285 Μα δίχως φόβο απάντησε ο δυνατός Διομήδης «Δε βρήκες, μον αστόχησες.

Έσκουξε τότες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη «Τρώες, ομπρός, λιοντόκαρδοι! Των Αχαιών το κάστρο 440 σπάστε το, και θεόκαφτη βάλτε φωτιά στα πλοίαΈτσι τους πύρωσε, κι' αφτοί κάνουν αφτιά κι' ακούνε, κι' όλοι ενωμένοι ομπρός τραβάν μες στο τειχί να μπούνε.

Έσκουξε τότε ο Έχτορας περήφανα και τούπε «Δεν είσαι εσύ που μ' όλπιζες πως τάχα θα ρημάξεις 830 την ξακουστή πατρίδα μου και πως στης Φτιας τα μέρη σκλάβες θα πας τα τέρια μας με τα γοργά σου πλοία; Μουρλέ, μα ομπρός τους τ' άφταστο του Έχτορα ζεβγάρι στη μάχη πάει με δρασκελιές, κ' είμαι κι' εγώ το πρώτο κοντάρι αδείλιαστου στρατού που θαν τις σώσω θέλω 835 απ' τη σκλαβιά.