United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δημητράκης εμάντεψε τη στενοχώρια των αλλουνών κ' έκαμε την αρχή. Αμέσως εκείνοι άφηκαν ελεύθερη την όρεξη τους. Το σαράβαλο χτίριο βούιξε σαν ταβέρνα. Ο Αρχαιολόγος ξαφνίστηκε και τους κύτταξε με θολά μάτια, σα να τους ρωτούσε την αιτία. Έπειτα όμως συνήρθε, κούνησε το κεφάλι.... — Γελάτε; γελάτε; είπε στα σοβαρά εκεί να σας είχα για να ιδώ αν θα γελούσατε...

Πφ!.. έκαμε τέλος με πολλή περιφρόνηση· τι τούτη τι άλλη ; Από σένα άρχισε το χαντάκωμα των Ευμορφόπουλων το χαντάκωμα... Και δεν ξαναμίλησε. Ο Δημητράκης ως τόσο βάλθηκε τώρα να καλλιεργήση την αυλή του. Σήκωσε πρώτα ψηλόν όχτο γύρω να την αποκλείση από τάλλα χτήματα. Ο Αρχαιολόγος σαν είδε τον όχτο ξίνισε τα μούτρα του.

Η οικοδέσποινα ευηρεστήθη να μου προσφέρη καφέ και να με θαμβώση και πάλιν με την λάμψιν των μαύρων της οφθαλμών και της χρυσής της κόμης, ο δε ξερασωμένος αρχαιολόγος, αφού μοι παρεχώρησεν αντί εκατόν μόνον φράγκων δύο σπάνια νομίσματα των Συρακουσών, ηυδόκησε να με πληροφορήση ότι, αν πλην των οφθαλμών και της κόμης επεθύμουν να μεταΐδω και τας κνήμας της κυρίας του, ηδυνάμην ν' απολαύσω την ευχαρίστησιν ταύτην μεταβαίνων το εσπέρας εις το θέατρον Vittorio Emmanuele, όπου ήτο δευτέρα χορεύτρια.

Έτσι κ' εκείνος ο αλαφρόμυαλος ο αρχαιολόγος μου σήκωσε κεφάλι τις προάλλες. Μα εγώ τούσπασα την κούτρα. Του πήρα πίσω κ' εκείνο που είχε. Και δεν του τόδωκα παρά σα θέλησα εγώ... Ίδια θα σ' το κάνω και σένα, ορέ, και ξέρε το. . . — Εγώ, αφέντη μ', δε σου σήκωσα κεφάλι. Μπορεί το μερμήγκι να τα βάλη με το λιοντάρι; Εκείνος ναι· και καλά τούκαμες.

Πολλοί άλλοι δραματουργοί μεταχειρίστηκαν το κοστούμι ως μέσον για να εκφράσουν απευθείας στο ακροατήριο τον χαρακτήρα ενός προσώπου μόλις πατήση στη σκηνή, όχι όμως τόσο ζωηρά όσον ο Σαίξπηρ στην περίπτωση του δανδή Parolles, του οποίου τη στολή, εν παρόδω, μόνο ένας αρχαιολόγος μπορεί να νοήση· το αστείο ενός προϊσταμένου κ' ενός υπηρέτη που αλλάζουν τα πανωφόρια τους μπροστά στους ακροατές, το άλλο ναυαγών θαλασσινών που μαλλώνουν απάνω στη μοιρασιά ενός δέματος καλών φορεμάτων και το αστείο ενός χαλκωματά ντυμένου σαν δουξ απάνω στο μεθύσι του μπορούν να θεωρούνται ως μέρος του μεγάλου ρόλου που πάντα έπαιξε το κοστούμι στην κωμωδία από τον καιρό του Αριστοφάνη ίσαμε τον κ.

Του έρριξε μια ματιά πονετική, ένα χαμόγελο γεμάτο από συχώρεση κι άξαφνα σβύστηκε. — Και πάλι φεύγεις και πάλι! είπε ο Αριστόδημος· πνιγμένος στα δάκρυα. ς' Την αυγή σαν ξύπνησε ο αρχαιολόγος του κάστηκε πως ήταν δέκα χρόνια γεροντότερος. Δεν είχε δύναμη να σηκωθή από το κρεββάτι. Όχι δεν είχε δύναμη, αλλά και τόβρισκε όλως διόλου περιττό.

Το κέντημα κι ο Αριστόδημος έμεναν καρφωμένοι στη θέση τους. Κυττάζονταν και ξανακυττάζονταν επίμονα, λες κ' ήθελε ο ένας να μαγέψη τον άλλον. Λίγολίγο ξεθύμωνε ο αρχαιολόγος και το πρόσωπό του ξεμούσκλωνε. — Μωρ' είν' ωραίο! εξαίσιο! εφώναξε άξαφνα· μα το Θεό είνε τέλειο! Και τι τέχνη! τι αρμονία!... Αμ' δεν είνε κέντημα αυτό· είνε ποίημα!... ποίημα κι απ' τα καλήτερά μας!...

Το σπίτι!... τούτο δω ; — Ναι, τούτο δω· δεν τώχεις και τούτο υποθήκη ; — Δεν ξέρω... δε θυμάμαι· ψιθύρισε αφαιρεμένος ο Αρχαιολόγος. — Το ξέρω γω· το λοιπόν, με τον τόπο που πήρε δεν έπιασε τα λεφτά του. Τι λεφτά να πιάση από μια σάρα; Τώρα σκέφτεται να κατασκέση και το σπίτι. — Για να κοπιάση· σαν του βαστάει ας κοπιάση! είπε κουνώντας το κεφάλι φοβεριστικά και πικρογελώντας.

Φεύγετε; ακούστηκε αναγελάστρα η φωνή του Θεομίσητου. Ο αρχαιολόγος, βλέπω, σας διώρθωσε. Η κυρά Πανώρια γύρισε αλλού το κεφάλι της. Αηδίαζε και να τον βλέπη. Όχι τόσο για την αμάχη που είχε στη φαμελιά της όσο για την ταπεινή σειριά του τον συχαινότανε. Της άρεσε κ' εκείνης να μεγαλοπιάνεται. Να σκλαβωθή από έναν περήφανο πολεμιστή το είχε για παίνια της.

Ο Αρχαιολόγος μ' ένα ψηλό ραβδί στη θέση του «φέρτε αρμεβημάτιζε απάνου κάτου με βήμα στρατιωτικό, σα να οδηγούσε μια Μεραρχία πίσω του. Το πρόσωπό του ήταν αναμμένο, τα μάτια του άγρια και τα μαλλιά του σηκωμένα, λες και βάδιζε ίσα στον οχτρό.