United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τούπαιξε κι' ο Μέγης μια με το βαρύ κοντάρι 535 κατάκορφα στο χάλκινο φουντολοφήσο κράνος, κι' όλη τη φούντα τούσπασε· κι' η φούντα μες στις σκόνες πέφτει όλη χάμου, νιόβαφη μ' άλικο πλούσιο χρώμα. Μα ενώ τη μάχη αφτός βαστάει κι' ολπίζει πάντα νίκη, να σου ο Μενέλας άξαφνα φτάνει βοηθός του Μέγη, 540 και πλάγια στέκοντας κρυφά του ρήχνει το κοντάρι πίσω στον ώμο.

Δυο μεγάλες βαθιές ποταμιές, που κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ψηλά, ζώνουν τον μαχαιροκομμένο κοκκινόβραχο που βαστάει το χωριό μας απάνου του. Από το φρύδι του βράχου, που χάσκει ομπρός κάτου γκρεμός φοβερός κι άβυσσος άπατη, αρχίζουν τα σπίτια του χωριού άσπρα άσπρα κι αραδιασμένα τον ανήφορο τόν' απάν' από τάλλο, σα σκαλοπάτια, ως την κορφή.

Λοιπόν, ο Δούκας έχει μια κόρη, μια πεντάμορφη κόρη, κι' ο κόμης ήθελε να την πάρη γυναίκα. Αλλά ο πατέρας της αρνήθηκε να τη δώση σ' ένα υποτελή, κι' ο κόμης Ριόλ θέλησε να την πάρη δια της βίας. Πόσοι και πόσοι σκοτώθηκαν γι' αυτή τη δουλειάΡώτησε ο Τριστάνος: «Ο Δούκας Χόελ μπορεί ακόμη, βαστάει τον πόλεμο; — Με μεγάλη δυσκολία, Άρχοντα.

'Σάν νάνε στοιχειωμένος, Κι' ορθό βαστάει το μέτωπο, 'περήφανο, αγριεμένο Το Μεσολόγγι το μικρό, κ' εκείνο στοιχειωμένο, Ατάραχο 'ςτά Τούρκικα τα κύματα βαστιέται. Χουμάει τ' ασκέρι απάνω του, τσακίζεται, σκορπιέται. Χούμησε ως τώρα τρεις φοραίς, και πάλι τώρα, πάλι Για να χουμήση εσήκωσε ολόρθο το κεφάλι. Είνε πασάδες τώρα δυο κι αμέτρητα τ' ασκέρια. Ο Ιμβαήμ κι ο Κιουταχής.

Θα υπενθυμίσω μόνον ότι η ιδέα του συμβολισμού της αθέλητης, ανίκητης και παντοτεινής αγάπης με το ποτό, που η ενέργεια του — σ' αυτό διαφέρει από τα κοινά φίλτρα βαστάει σ' όλη τη ζωή, και μάλιστα επιμένει και μετά τον θάνατο, η ιδέα αυτή που δίνει στην ιστορία των δυο αγαπημένων τον μοιραίο και μυστηριώδη χαρακτήρα της, έχει προφανώς την καταγωγή της στης τέχνες της αρχαίας Κελτικής μαγείας.

Στην ίδια θέσιν αν με σένα να σταθή επιθυμάει ο Χλωρός στα πέρατα της Οικουμένης, ίσαμε την Μεσοποταμίαν ας ορίση και του λόγου του, αν του βαστάει, το λάβαρο να στήση. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Μα πρέπει όλα να τα μάθη. Τότες. . .

Α! ίσως έπειτα από μένα θ' αγαπήστε άλλη γυναίκα, θ' αγαπήστε την Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια. Δεν ξέρω τι θ' απογίνετε. Όσο για μένα, φίλε, αν μάθαινα το θάνατό σας, δε θα ζούσα ούτε στιγμή έπειτα. Παρακαλώ το Θεό, ή να προφθάσω να σε κάνω καλά ή να πεθάνουμε μαζύ από τον ίδιο θάνατο!». Έτσι θρηνεί η Βασίλισσα, όσο βαστάει η καταιγίδα. Αλλά έπειτα από πέντε μέρες έπαψε το κακό.

Μα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα τάξω, γυιό του Αστακού, την πύλη αυτή να διαφεντεύη, πολύ ευγενή και της Ντροπής τιμάει το θρόνο και τα περήφανα που εχρεύεται τα λόγια, αργός στα αισχρά -δειλός δε συνηθίζει να ’ναι° κ’ η ρίζα του απ’ των Σπαρτιατών βαστάει το γένος π’ άφησ’ ο Άρης ζωντανούς° στ’ αλήθεια ντόπιος ο Μελάνιππος° κι ο Άρης στους κύβους θα το δείξη.

Εκείνος είναι ένας άξιος θεός και βαστάει ένα ουράνιο πιοτό. Θα γονατίσω μπροστά του. ΣΤΕΦΑΝ. Πώς εγλύτωσες; πώς ήρθες εδώ; ορκίσου απάνου σε τούτο το φλασκί, πώς ήρθες εδώ. Εγώ εγλύτωσ' απάνου σ' ένα βουτσί κρασί της Ισπανίας, ριμμένο στο πέλαο από τους ναύταις, μα τούτο το φλασκί· εγώ ο ίδιος τώκαμ' από δένδρου φλούδα, με τούτα μου τα χέρια, αφού το ρεύμα μ' έσυρε στη στερηά.

Ωστόσο ο Έχτορας βαστάει στο Ζερβοπόρτι τ' άτια 712 κι' εκεί λογάριαζε αν ξανά θα τρέξει στην αντάρα. να πολεμήσει, ή το στρατό θα κλείσει μες στο κάστρο.