United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όταν τ' αστέρι σκάει ψηλά που φως μηνάει του κόσμου, 226 τότε η φωτιά μαράθηκε, ξεθύμαναν οι φλόγες, 228 και φέβγουν πάλι σπίτι οι διο ανέμοι να γυρίσουν κατά της Θράκης το γιαλό π' αχούσε πυργωμένος. 230 Κι' ο Αχιλέας το λαό βαστάει αφτού και στήνει 257 μεγάλο αγώνα, κι' έβγαζε βραβεία οχ τα καράβια.

Κι' εκείνος τότες ξαναρχής γυρνάει στον Αγαμέμνο με τις βλαστήμιες, κι' ο θυμός δεν τόνε παραιτούσε «Α κρασοζάλιστο κορμί που σκύλας έχεις μάτια, 225 μα τ' αλαφιού καρδιά! ποτές δε σου βαστάει εσένα να βγεις μαζί με το στρατό τους Τρώες να χτυπήσεις, ή μετά μάς τους αρχηγούς σαν πάμε σε καρτέρι· χάρος αφτό σου φαίνεται στο νου σου και λαχτάρα.

Αυτός δα σε βαστάει στα χέρια όλη η Γαργαρέττα έχει να το κάνη. . . Κάπου θα μπλέχτηκαν ! Οχτώ η ώρα ! . . . Αμ νισάφι πιά ! Απ’ τις τρεις την είδα να πηγαίνη τον κατήφορο . . . Τώρα νύχτωσε. . ο κόσμος όλος είναι στα σπίτια τους. Κι αυτοί που είναι για τους χορούς ή για να πάνε μασκαράδες στα ξένα σπίτια, γυρίζουνε σπιτάκι τους να ετοιμαστούνε, να τσιμπήσουν κάτι.

Μα εφτύς στον κάμπο πήγαινε και πες το αφτό του γιου σου· πες του οι θεοί πως χόλιασαν, κι' εγώ πιο πρώτα απ' όλους του τόχω αφτό παράπονο, που στα καράβια ακόμα βαστάει τον Έχτορα άθαφτο και δεν τον δίνει πίσω, 115 μήπως εμένα σεβαστεί και στρέξει ναν τον πάρουν.

Θα σ' έχω υπασπιστή, ή σημαιοφόρο; ΤΡΙΝΚ. Υπασπιστής σου, αν αγαπάς· αυτό δεν βαστάει σημαία. ΣΤΕΦΑΝ. Δεν θέλει τρέχουμε, κυρ τέρας. ΤΡΙΝΚ. Μήτε θέλει περπατήτε· θέλει κάθεσθε σαν σκύλοι, και θέλει στέκεσθε βουβοί. ΣΤΕΦΑΝ. Απόρριμμα, μίλιε μία φορά, αν αλήθεια είσαι ένα καλό απόρριμμα. ΚΑΛΙΜΠ. Τι κάν' η Υψηλότης σου; να γλύψω το παπούτσι σου· εκείνον δεν τον θέλω γι' αφέντη· δεν αξίζει.

Άμαξα εγώ και διο άλογα μ' ακούραστα τα σνίχια, 305 τα πιο γοργά που βρίσκουνται στων Αχαιών τα πλοία, θα δώσω σ' όπιον του βαστάει με δόξα του μεγάλη να πάει κοντά στων Αχαιών τα πλοία, και να μάθει αν πάντα τα γοργότρεχα φυλάγουνται καράβια, για τώρα που τα στέρια μας τους ρήμαξαν κοντάρια 310 έβαλαν πια φεβγιό στο νου, κι' απ' τους μεγάλους κόπους σπασμένοι, δεν τους πάει η καρδιά τη νύχτα να φυλάξουν

Τότες θα βλέπανε πως η δημοτική μονάχα βαστάει από την αρχαία, ενώ η καθαρέβουσα δεν είναι γλώσσα καθαφτό, δεν μπορεί το λοιπόν και να βαστάη από την αρχαία τη γλώσσα.

ΧΟΡΟΣ Στους θεούς χρωστούμε που είν’ άπαρτη η πόλη και των εχθρών το πλήθος ο πύργος βαστάει° ποιος τάχα μπορεί να μη στέργει μας τούτα; ΕΤΕΟΚΛΗΣ Των θεών το γένος να τιμάς δεν σ’ εμποδίζω° μα όμως, δειλούς για να μην κάνης τους πολίτες, κάθου ήσυχη και μην πάρα πολύ φοβάσαι. ΧΟΡΟΣ Πρόσφατο σύσμιχτο πάταγο ακούγοντας με δειλιασμένη τρομάρα σ’ αυτή την ακρόπολη, τίμιαν έδρα των θεών, έτρεξα.

Και απάντησι ο Πεισίστρατος του δίδει ο Νεστορίδης• 155 «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, εκείνου τούτος είν' υιός τωόντι, καθώς λέγεις• αλλ' είναι φρόνιμος, ευλάβεια τον βαστάει, άμα πρωτώλθεν, άκαιρο λόγο να βγάλη εμπρός σου, ενώ η φωνή σου, ωσάν θεού, μαγεύει την ψυχή μας. 160 κ' εμ' έστειλεν ο Νέστορας Γερήνιος ιππότης να 'λθω με τούτον συνοδός• ότ' ήθελε να σ' ίδη, λόγον ή πράξι ωφέλιμην εσύ να τον διδάξης. πατρός, οπού ξενίτευσε, το τέκνον έχει πόνουςτο σπίτι του, αν δεν είναι να τον βοηθήσουν άλλοι• 165 'σαν τώρα του Τηλέμαχου 'χάθη ο πατέρας, και άλλος, να τον φυλάξη από κακά, 'ς τον τύπον του δεν είναι».

Μηνόντας διαλαλίζοντας τη μάχη φανερόνει· Και τη φωνή για ν' ακουστή με δύναμι σηκόνει. 290 » Ω Μπακακάδες, πόλεμον, οι Ποντικοί με στέλλουν, » Να σας κηρύξω σήμερα· και αυτόν με δίκιο θέλουν. » Γιατί ο Φουσκομάγουλος με πονηριά και δόλο, » Καθώς εγίνηκε γνωστό κοινά στον κόσμον όλον, » Στη λίμνη μέσα εφόνεψε τον άκακο Τριμμούδη, 295 » Του θρόνου μας το διάδοχο, της νιότης το λουλούδι. » Και ανίσως έχετε καρδιά, και παλληκάρια αν ήστε, » Σα σας βαστάει, εδώ είμεστε, ελάτε, πολεμήστε.