United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΟΡΟΣ Στους θεούς χρωστούμε που είν’ άπαρτη η πόλη και των εχθρών το πλήθος ο πύργος βαστάει° ποιος τάχα μπορεί να μη στέργει μας τούτα; ΕΤΕΟΚΛΗΣ Των θεών το γένος να τιμάς δεν σ’ εμποδίζω° μα όμως, δειλούς για να μην κάνης τους πολίτες, κάθου ήσυχη και μην πάρα πολύ φοβάσαι. ΧΟΡΟΣ Πρόσφατο σύσμιχτο πάταγο ακούγοντας με δειλιασμένη τρομάρα σ’ αυτή την ακρόπολη, τίμιαν έδρα των θεών, έτρεξα.

Με εκύτταξεν ασκαρδαμυκτί, χωρίς να προφέρη λέξιν. Τι τον παρώργισεν; Η ανακάλυψις ότι τους είχα ίδει το πρωί, ή η ανάμιξίς μου εις πράγματα υπερβαίνοντα την δικαιοδοσίαν μου; — Κύριε υπασπιστά, επανέλαβε ψυχρώς· εκείνη που 'ξεύρω δεν αγαπά τους δειλούς. Ενόησα ότι ήτο περιττόν να επιμείνω. — Καλά, Μίρτε, είπα, και του έτεινα φιλικώς την χείρα. Ο Θεός μαζί σου!

Έτσ' η συνείδησις δειλούς όλους μας κάμνει, κ' έτσι το φυσικό της αποφάσεως χρώμα νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του, ώστε μ' αυτόν τον δισταγμόν έργα μεγάλης ουσίας στρέφουν απ' το ρεύμα τους και χάνουν και τ' όνομα της ενεργείας. Σίγα, τώρα! Η εύμορφη Οφηλία; — Νύμφη, 'ς ταις ευχαίς σου μνημόνευ' όλα τ' αμαρτήματά μου. ΟΦΗΛΙΑ Κύριε, πώς ήσουν ταις πολλαίς ημέραις 'πού δεν σ' είδα;

Ν' αποσπάση εκείνο το διαφανές εκ χρυσού και αργύρου και λίθων δίκτυον με το οποίον το περιέβαλλεν, ως θρησκομανής θαυματουργόν εικόνα και να τ' αφήση γυμνόν, κατησχυμένον, με το ευτελές ξύλον και τον σίδηρον μόνον όπως οι καπεταναίοι της εποχής του εγύμνωνον των όπλων τους δειλούς στρατιώτας.

Α ναί, πολύ καλύτερα ν' αρπάζεις τις γυναίκες μες στο πλατύ στρατόπεδο, κανείς σα σε πειράξει. 230 Ναί! λαοφάγος βασιλιάς, γιατί δειλούς ορίζεις· αλλιώς, αφτή σου η αρπαγή θα σούταν κι' η στερνή σου. Μα άκου το λόγο που θα πω, τον όρκο που θ' αμώσω.

Η μητέρα μου εδέχουνταν την ερωμένην του πατέρα μου και μέσα εις το σπίτι της ακόμη. Μ α ρ ί α. Η μητέρα σου ήταν μια σκλάβα και ο πατέρας σου ένας Ανατολίτης τύραννος. Και η σκλάβες γεννούν άνανδρους και δειλούς και ψεύτες και προδότες! Μα το παιδί μου εμένα δεν θέλω, όχι, να σκορπίση γύρω του την συμφορά και την απόγνωσι. Κ ώ σ τ α ς. Μαρία μου, ησύχασε. Φεύγω. Θα σώσω τουλάχιστον το παιδί μου!

Έτσ' η συνείδησις δειλούς όλους μας κάμνει, κ' έτσι το φυσικό της αποφάσεως χρώμα νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του.

ΑΛΕΞ. Δεν λέγω αυτό, αλλ' οι βάρβαροι κατεπτοήθησαν και δεν μου ανθίστατο πλέον κανείς εξ αυτών, διότι ενόμιζαν ότι επολέμουν προς θεόν και ούτω ευκολώτερα τους υπέτασσα. ΦΙΛ. Και ποίους υπέταξες, οι οποίοι να είνε άνδρες πολεμικοί; Πάντοτε είχες να κάμης με δειλούς, οι οποίοι ήσαν ωπλισμένοι με παιδικά τόξα και ασπίδας γελοίας, πλεκτάς από λιγαριές.