United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτω λέγει ότι εκ των όντων μόνος ο νους είναι απλούς και αμιγής και καθαρός• αποδίδει όμως εις μίαν και την αυτήν αρχήν αμφότερα, και το γινώσκειν και το κινείν, διότι λέγει ότι ο νους εκίνησε το παν. Φαίνεται δε ότι και ο Θαλής, εξ όσων αναφέρουσι περί αυτού, υπέλαβεν ότι η ψυχή είναι κινητικόν τι, εάν αληθώς έλεγεν ότι η μαγνήτις λίθος έχει ψυχήν, διότι κινεί τον σίδηρον.

Αλλ' αρκούσιν ολίγα σεστέρτια διά να μη ψαύση με τον σίδηρον το πρόσωπόν της. Αντί ενός χρυσού νομίσματος θα ψαύση το φέρετρον και όχι το σώμα. — Είθε ο Χριστός να σας βοηθήση, είπεν ο Βινίκιος. Ο Πετρώνιος εσκέπτετο: Πρέπει όλος ο κόσμος να πεισθή ότι εκείνη απέθανεν, είπεν ούτος. Δεν έχεις κάπου εις τα βουνά κανένα αγρονόμον, εις τον οποίον να ημπορής να τρέφης εμπιστοσύνην;

Παραδείγματος χάριν πρέπει, καθώς είπαμεν, να γνωρίζη να αποτυπώνη εις τον σίδηρον εκείνο το τρύπανον το οποίον είναι εκ φύσεως κατάλληλον δι' έκαστον πράγμα. Ερμογένης. Πολύ ορθά. Σωκράτης. Και την εκ φύσεως κατάλληλον δι' έκαστον πράγμα σαΐταν να την αποτυπόνη εις το ξύλον. Ερμογένης. Αυτό είναι. Σωκράτης.

Πολλοί αργά εφθάσαμεν! Η φυλακή της Μαμερτίνης είχε περικυκλωθή από διπλήν ζώνην στρατιωτών. Αι πρώται ακτίνες του φωτός επηργύρουν τα κράνη και τον σίδηρον των δοράτων. — Ας προχωρήσωμεν, είπεν ο Βινίκιος, και έφθασαν προ των γραμμών των στρατιωτών.

Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβύνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν' αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, κ' εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδίον κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Αγίας Ιουλίττης.

Ποίας ενεργείας είναι αυτό το σεκρέτον ερώτησα εγώ, μήπως και είναι εκείνο που μετατρέπουν το μολύβι και σίδηρον εις χρυσόν; Όχι, Βασιλέα μου, ετούτο είναι πολύ τιμώτερον από αυτό, ετούτο κάνει να αναζήση ένα κορμί αποθαμμένον, όχι πως να του επιστρέψω την ψυχήν, εις τούτο μονάχα ο Ουρανός ημπορεί να κάμη αυτό το θαύμα, μα κάνω και εμπαίνει η ψυχή μου εις κάθε νεκρόν σώμα, και το ανασταίνω.

Αλλά πώς είχον μυρισθή την υπόθεσιν, κ' είχον λάβει είδησιν, όλες η μάγκες του τόπου, παιδία μεταξύ δώδεκα και δεκαέξ ετών, πρώτος ο Θοδωρής ο Τσούνος, είτα ο Γιάννης ο Ζόπης, κι' ο Πέρρος ο Τριζόπης, κι' ο Βασίλης ο Γλάρος, κι' ο άλλος ο Βασίλης ο Κουλός, κι' ο Γιώργης ο Κυρκυδός, κι' ο Δημήτρης ο Ψόφος, κι' ο Γιάννης ο Κιώρης, κι' ο Αλέξης το Φανάρι, κι' ο Μανωλιός το Ψαλτήρι, και τόσοι άλλοι; Μόλις είχε γνωσθή η είδησις, ότι την περασμένην νύκτα είχε πέσει έξω παρά την Κεφάλαν, την απότομον υψηλήν ακτήν, πλησίον επισφαλούς βορεινού όρμου, μία μεγάλη νάβα ολλανδική, πελώριον σκάφος φορτωμένον με αγγεία, σίδηρον καί τινα υφάσματα.

ΣΟΛ. Λοιπόν εάν ο Κύρος, όπως λέγεται ότι σχεδιάζει, εκστρατεύση εναντίον των Λυδών, τότε θα κατασκευάσης χρυσάς μαχαίρας διά τον στρατόν σου, ή θα σου χρησιμεύση ο σίδηρος; ΚΡΟΙΣ. Ο σίδηρος, εννοείται. ΣΟΛ. Επομένως, εάν δεν έχης σίδηρον, θα σου φύγη ο χρυσός και θα πάη αιχμάλωτος εις την Περσίαν. ΚΡΟΙΣ. Κουνήσου από τη θέσι σου, άνθρωπε.

Αλλ' αρκεί και ένα μόνον από το κοπάδι να τραβήξωμεν. Θα ορμήση δε εις το αγκίστρι το θρασύτερον από αυτά. ΕΛΕΓΧ. Ρίψε το αγκίστρι αν θέλης, αλλά φρόντισε προηγουμένως να συνδέσης με μακρόν σίδηρον την ορμιάν και το αγκίστρι διά να μη το κόψη με τα δόντια του και καταπιή το χρυσάφι. ΠΑΡΡ. Έτοιμα. Συ δε, ω Ποσειδών, ελθέ εις βοήθειαν.

Κ' εγώ εκράτουν το πέλεκον της σκαπάνης ως ράβδον, κ' εκείνος είχε το σίδηρον μέσα στην σπειρίδα την πλεκτήν. Και μου ξανάλεγε στον δρόμον πώς ο γέρο-κλέφτης ο παλαιός, με τα μουστάκια του αγκίστρια δεμένα όπισθεν των ώτων, του είχε διηγηθή την ιστορίαν. Βέβαια με τον Καρατάσον ήτον παλλικάρι κι' αυτός.