United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί υποκάτω εις τας φιλύρας ευρίσκετο μία συντροφιά διά να πιη καφέ. Επειδή δεν μου άρεσε τόσον πολύ, έμεινα μακράν με μίαν πρόφασιν. Ένα παλλικάρι εβγήκε από μίαν γειτονικήν οικίαν και ησχολείτο να διορθώση κάτι τι εις το άροτρον, το οποίον νεωστί είχα σχεδιάσει.

Μ' αυτό την αμαρτίαν Των ιδικών μου των χειλιών την σβύνουν τα 'δικά σου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μένειτα χείλη μου λοιπόν το κρίμα που επήραν. ΡΩΜΑΙΟΣ Το κρίμ' από τα χείλη μου; Το μάλλωμα μ' ευφραίνει. Δος μου το 'πίσω το λοιπόν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Φιλείς 'σαν κομπολόγι . ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κυρία, η μητέρα σου να σου 'μιλήση θέλει. ΡΩΜΑΙΟΣ Ποια είναι η μητέρα της; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλόν μου παλλικάρι, είν' η κυρία του σπιτιού.

Μωρέ βουνά, ψηλά βουνά, ψηλά και δασωμένα, Τώρα που ο Μάης σας γιόμωσε μ' ανθούς, με χλόη, με νιάτα, Γιατί δεν ξανανιώνετε κ' εσείς τον γέρο εμένα, Σάμπως καινούρια γένονται και σάμπως ξανανιώνουν Τούτα τα χαμηλά κλαριά και τα παλιά τα δέντρα, Να γίνω πάλι ως ήμουν νιος, να γίνω παλλικάρι;

Θεέ συγχώρεσέ με, θέλεις οι φίλοι μου εδώ να γείνουν άνω κάτω; να γείν' ανάστα ο Θεός; τι θέλεις; να μου κάμης το παλλικάρι; ΤΥΒΑΛΤΗΣ Θειε μου, είν' εντροπή μας. ΤΥΒΑΛΤΗΣ Σώπα! Συμμάζωξε τα λόγια σου! Ακόμη τι θ' ακούσω; Να μη πλήρωσης ακριβά το φέρσιμόν σου τούτο. Θα μου εναντιώνεσαι! Καιρός μα την αλήθειαν.... Πολύ καλά, ψυχούλα μου. Πού έχεις τα μυαλά σου; Να που το λέγω, 'σύχασε, ή...

Αυτός ήταν ο γαμπρός, γερό παλλικάρι, καλοστολισμένο, που μ' άρεσε πολύ εμένα και της γυναίκας μου, αφού μάλιστα μας είπε πως εκληρονόμησε πέρσυ από τη μητέρα του ένα φούρνο στο Ροδακιό. Δε ξέρω όμως τι είχε και δεν άρεσε της κόρης μας καθόλου. Όταν την ρωτήσαμε μας αποκρίθηκε πως δεν της εφάνηκαν τα μούτρα του καλού ανθρώπου και πως έχει το ενα μάτι πράσινο και το άλλο μαβί.

Μα το παλλικάρι το καλό, είνε παλλικάρι και στο θάνατό του. «Μ' έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια, και σφίγγοντας τα δόντια, βαστώντας με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ' την κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την ψυχή του, που του έφευγε απ' το στόμα, επρόφτασε κ' είπε· «Συντρόφια! πιάστε με και καθίστε με απάνω εκεί στα σκοινιά, κι' ακουμπήστέ με απάνω στο κατάρτι.... για να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν θάρρος.... για να μην το μάθουν κ' οι δικοί μας και δειλιάσουνε».

Κ' εγώ εκράτουν το πέλεκον της σκαπάνης ως ράβδον, κ' εκείνος είχε το σίδηρον μέσα στην σπειρίδα την πλεκτήν. Και μου ξανάλεγε στον δρόμον πώς ο γέρο-κλέφτης ο παλαιός, με τα μουστάκια του αγκίστρια δεμένα όπισθεν των ώτων, του είχε διηγηθή την ιστορίαν. Βέβαια με τον Καρατάσον ήτον παλλικάρι κι' αυτός.