United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σιγά σιγά όμως, όσο μεγάλωνε ο χριστιανισμός και πλήθαιναν οι χριστιανικές εικόνες, γίνουνταν κι ο κλώνος αυτός της τέχνης ανεξάρτητο τμήμα με δικά του στοιχεία, με δικές του φαντασίες κ' ιδέες. Άρχιζε κ' έφευγε η τέχνη από το κλασσικό της πρότυπο, κ' ένα από τα σημαντικώτερα σημάδια της αλλαγής είταν η απόφασή τους να συστήσουν ξέχωρον τύπο για το πρόσωπο του Σωτήρα.

Όταν θα έφευγε εκείνος, η ντόνα Νοέμι, που μπορεί να την είχε προσβάλει ο τρόπος που της έκανε την πρόταση, θα υποχωρούσε. Εξ άλλου δυο γυναίκες μόνες δεν μπορούν να ζήσουν. Έπρεπε να φύγει. Πώς δεν το είχε καταλάβει μέχρι τώρα; Του φαινόταν να τον καλεί κάποια φωνή, και πράγματι μια φωνή τον κάλεσε, πέρα από τον τοίχο, μέσα από τη σιωπή του δρόμου.

Σωκράτης Πού βρήκαμε, φίλε μου! καταντήσαμεν αλήθεια γελοίοι, σαν τα παιδιά που κυνηγούν τους κορυδαλούς· κάθε φορά που επιστεύαμε πως, να! θα την πιάσωμε πλέον την επιστήμην, εκείνη πάντα και μας έφευγε από μέσ' απ' τα χέρια μας.

Ο Χοσρόης εν τούτοις έφευγε κρυπτόμενος εις τας καλύβας γεωργών και ποιμένων. Μαθών δε ο αυτοκράτωρ, ότι κατέφυγεν εις Κτησιφώντα, εκίνησε κατά της πρωτευούσης ταύτης του Περσικού κράτους. Αλλά και εκείθεν ο Χοσρόης έφυγεν εις τα ενδότερα.

Διατί; Δεν διέτρεχε πλέον κίνδυνον. »Εάν δεν με ηγάπα, ηδύνατο να με απωθήση. Αλλ' αν με ηγάπα και εκείνη; Εάν ούτω έχη, έφευγε προ του έρωτος. Δεν θα ηρνούμην να πιστεύσω εις τον Χριστόν της. Τι μου στοιχίζει ένας Θεός περισσότερον και διατί δεν θα επίστευα εις αυτόν, εγώ όστις δεν πολυπιστεύω εις τους άλλους; »Αλλά φαίνεται ότι τούτο δεν αρκεί εις τους χριστιανούς.

Τον περισσότερον καιρόν εγύριζεν από μάνδραν εις μάνδραν, από καλύβι εις καλύβι, από κατάμερον εις κατάμερον, χωρίς εργασίαν, και του έδιδαν οι ποιμένες ξυνόγαλα κ' έτρωγε. Κάποτε του έλεγαν·Δεν πας, καϋμένε, Αγκούτσα, να βγάλης τίποτε πεταλίδες κάτω στο γιαλό, ή τίποτε καβουράκια στο ρέμμα μέσα; Τούτο ήτο ασφαλές σημείον ότι τον έδιωχναν. Ο Αγκούτσας το εκαταλάβαινε κ' έφευγε.

Εκατό φορές καραβοτσακισμένος, έρημος και σκοτεινός, ζούσε με την ελεημοσύνη των χριστιανών. Μα η γλώσσα του δούλευε σαν τη ροκάνα. Τον φεύγανε όλοι σαν την ψώρα. «Ό,τι θέλεις, Λαλεμήτρο, μα λίγες κουβέντες», τούλεγαν όλοι. Τώρα είχε βρει ταγαθά του Θεού, με την Ουρανίτσα. Η γλώσσα του δούλευε με το μεροκάματο. Και ο μπόγος γεμάτος σαν έφευγε.

Πού θα πάη; Όπου και αν έφευγε, θα τον έπιαναν μίαν ημέραν.

Κατά τις δέκα ώρες ο Βέρθερος εφώναξε τον υπηρέτη του. Ενώ ντυνότανε του είπε ότι θα έφευγε σε λίγες μέρες και του έδωσε τη διαταγή να καθαρίση τα ρούχα του και να τα ετοιμάση όλα για δέμα. Τον επρόσταξε επίσης να ζητήση τους λογαριασμούς και μερικά δανεισμένα βιβλία και να προπληρώση για δύο μήνες σε μερικούς πτωχούς το μερίδιό τους, τους οποίους εσυνήθιζε να δίνη ένα μικρό ποσό καθ' εβδομάδα.

Δεν θα το μαρτυρήσω σε κανένα, Του κάκου. Η γιαγιά δεν ήθελε να μου πη τίποτε... Ύστερα από λίγες μέρες έκλεισε τα μάτια της και πέθανε. Ήρθαν και την πήρανε με ψαλμωδίες και λιβανητά. Πήγαινα κ' εγώ πίσω, με τα δάκρυα στα μάτια. Η γιαγιά έφευγε για πάντα κ' έπαιρνε μαζή της το μυστικό. Το πήρε μαζή της κάτω από τα ψηλά κυπαρίσσια. Ποτέ μου δεν έμαθα το τέλος του παραμυθιού.