Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Και ξεφώνιζε κι' άνοιγε την αγκαλιά της με άφατη χαρά, και ροβολούσε δύο-τρία βήματα, αλλ' ο καβαλλάρης εκείνος δεν είταν ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας, ούτε καν χωριανός της, γιατί, άμα ζύγονε προς το χωριό, έπαιρνε τον άλλον τον δρόμο, τραβώντας για ξένο χωριό, κι' η κάκω-Μήτραινα, χαρωπή-χαρωπή, έπαιρνε από κοντά με το βλέμμα της άλλον καβαλλάρη διαβάτη, για το Γιάννη της, όσο που κι' αυτός έπαιρνε άλλον δρόμο, και δεν έφευγε από τ' αγνάντια παρά όταν θόλονε, κι' άρχιζε να χύνεται το σκοτάδι με το σακκί απάνω στη γη.

Μου είπε μάλιστα να φάω και να πέσω, γιατί θ' αργήση σαν πάντα... — Έβαλες κακό στο νου σου, κορίτσι μου; ρώτησε ο αστυνόμος. — Γιατί να βάλω; είπε η κοπέλλα. Ο μακαρίτης, και ζώντας η ψυχομάννα μου, έτσι το συνήθιζε πάντα. Έφευγε αποβραδύς για το ψάρεμα και γύριζε τα ξημερώματα. Ένας και δυο τάχα τον είχανε ιδεί, σταυροπόδι στο μώλο, ως τα ξημερώματα του Θεού; Του είχε κολλήσει μανία.

Έφευγε λοιπόν από κάθε στάνην, οπόθεν τον έστελλαν να βγάλη πεταλίδες. Και δεν επήγαινε μεν να βγάλη πεταλίδες, αλλ' επήγαινεν εις άλλην στάνην, εις άλλο κατάμερον. Την ημέραν εκείνην συνέβη ο Αγκούτσας να ενθυμηθή τον Στάθην τον Μπόζαν. Και αφού τον ενθυμήθη, ήλθε να τον επισκεφθή.

Ως τόσο άρχισε να γλυκοχαράζη ο ουρανός, άρχισε να λάμπη κ' η «Βασιλεία του Θεού» στον κόσμο, και στάθηκε και τηνε βλόγησε ο πάτερ Νικόδημος στη μέση της Εκκλησιάς. Έφευγε ο «όρθρος» από τον ουρανό, έφευγε κι από την Εκκλησιά. Στον ουρανό έβγαινε ο ήλιος, στην Εκκλησιά ο Χριστός.

Έφευγε κι' ακόμα έφευγε σαν ίσκιωμα, χωρίς ν' απολογηθή στο ευγενικό προσκάλεσμα, αφίνοντας οχ πίσω του μοναχά το γλυκό λάλημα του κυπριού του μουλαριού του « τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... »

Μίαν ερώτησι άλλη ας σου κάμω. ΙΟΚΑΣΤΗ Τρέμω. Αλλ’ αν ξέρω θα σου πω ό, τι μ’ ερωτήσης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μόνος ο άναξ έφευγε τότε απ’ τας Θήβας, ή με πολλή ως εταίριαζεν ακολουθία; ΙΟΚΑΣΤΗ Πέντε τον εσυντρόφευαν και μεσ’ στους πέντε ένας ο κήρυξ. Άμαξα μονάχη μία. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο και τρισαλλοί! Φανερά είν’ όλα! Και ποιος ήταν βασίλισσα που αυτά σου τα ’πε;

Ο νους της πετούσε μακρυά, σαν πουλλί, κι' έφευγε με γληγοράδα αστραπής, και πήγαινε στην Ξενιτειά τη Χρυσόσπαρτη, για να βρη το παιδί της, που το καρτερούσε τόσα χρόνια με τα δάκρυα στα μάτια, και με τη ψυχή στα δόντια, έτοιμη να φτερουγήση.

Την άλλη μέρα με την αυγή ο Έφις έφερε πάλι το άλογο στο χωριό και διηγήθηκε στη νεαρή κυρά του πώς είχαν διασκεδάσει το προηγούμενο βράδυ. Η Νοέμι φαινόταν ήρεμη∙ μόνο, όταν εκείνος έφευγε πάλι για το κτηματάκι, έτρεξε στην εξώπορτα και του ζήτησε να γυρίσει σε τρεις μέρες φέρνοντας προμήθειες στις αδελφές.

Και ο μαυροκαπετάνιος βλέποντάς την έτσι, εχαμήλωνε τα μάτια του κ' έφευγε να μην τη θυμώση περισσότερο.

Ήτο ο Γιάννης ο Κάνταρος, τελευταίον λείψανον της πάλαι πολυπληθούς εν Ευβοία οικογενείας των Κανταραίων. Ο άνθρωπος έφευγε την τουρκικήν εξουσίαν, επειδή είχε καταγγελθή ως αδελφοκτόνος.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν