Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Ο Μαθιός εστήριξε τας δύο χείρας εις την πρώραν, ανεστήλωσε τους δύο πόδας όπισθεν, ώθησε με όλην την δύναμίν του, και η μικρά φελούκα ενέδωκε και έπεσε μετά πλαταγισμού εις την θάλασσαν. Παρ' ολίγον του έφευγε, υπείκουσα εις την σφοδράν ώθησιν, διότι δεν είχε προβλέψει να κρατήση την μπαρούμαν, το σχοινίον της πρώρας.
Αλλ' ως είπαμεν εις την αρχήν, όλων τούτων αιτία είνε η άγνοια και ότι εκάστου η ψυχή και η γνώμη ευρίσκεται εις το σκότος• και αν κανείς εκ των θεών απεκάλυπτε τι έχομεν όλοι εις την καρδίαν και τον νουν, η διαβολή θα έφευγε και θα έπιπτεν εις το βάραθρον, διότι πλέον δεν θα είχε θέσιν εις τον κόσμον, αφού τα πράγματα θα εφωτίζοντο υπό της αληθείας.
Ένα ολόκληρον χρόνον έμεινεν η δραχμή εις τον τόπον της, εκεί όπου εγεννήθη. Έπειτα εξεκίνησε να ιδή και τα έξω μέρη. Ένας πατριώτης της, ο οποίος έφευγε, την επήρε κατά λάθος εις το πουγγί του. Όταν την είδε ανακατωμένην με τα άλλα ξένα νομίσματα, τα οποία είχε πάρει, είπε: — Να και μία ιδική μας δραχμή. Ας ταξειδεύση και αυτή μαζή μου, η πτωχή!
Και πέρα — δώθε βράχοι και άβυσσοι, λαγκαδιές και όρη με κάλλη και χρώματα μύρια, με θησαυρούς αμάλαγους, με κατοίκους και πετρώματα φύσεως αγνώστου και ζωής. Αλλά για εκείνα δεν εφρόντιζεν ο πατέρας σου. Ο σπόγγος ήταν εμπρός του και δεν έφευγε πλέον. Έρριχνεν αδιάκοπα στο δίχτυ του. Τόρα τάχα σε τι θα παραπονεθή ο Πίπιζας;
Έπειτα αρρώστησα κιόλας και…. δεν ήξερα…. Για να σας πω την αλήθεια το αποφάσισα προχθές∙ ήταν και ένας φίλος που έφευγε… Χθες, λοιπόν, μιας και η θάλασσα ήταν ήρεμη, αναχώρησα….» Ενώ σκουπιζόταν κατευθυνόταν προς την κουζίνα. Η Νοέμι τον ακολουθούσε. «Η Έστερ του έγραψε! Κι αυτός αναχώρησε, έτσι, σα να πάει σε γιορτή!»
Όλοι οι άλλοι με πλανάνε με τα λόγια. Απ' τον καιρό που έφυγε ο Γιαννιός, ο Γερο-Λαλεμήτρος είχε βρει το μήνα που τρέφει τους ένδεκα. Όλο και στου Καπετάν Λαλεχού τριγύριζε. Και πάντα έφευγε με τον μπόγο γεμάτο. Ένας γεροφαφούτης, λογάς, ψεύτης, έκοβε κ' έρραβε η γλώσσα του απ' την αυγή του Θεού ως τη νύχτα.
Κρύος ίδρωτας μ' επήρε. Άρχισαν να θολώνουν τα μάτια μου. — Στο Θεό σου. καπετάνιε, του λέγω· έχε υπομονή. Να φέρουμε μια βόλτα πάλι. Ούτ' εκείνος όμως, ούτε οι λαμνοκώποι με άκουαν. Το καΐκι εγύρισε κ' έφευγε για το λιμάνι βαριεστισμένο κ' εκείνο. Εγώ κρεμασμένος από την κουπαστή δεν έπαυα να κυτάζω ζερβόδεξα, με καρδιοχτύπι μεγάλο, σαν να εζητούσα της μάνας μου τα κόκκαλα. Μάταια όμως!
Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα σα φλωρένιο κάμπο, λίγο κατ' ολίγο έγειναν μαύρα, φοβερά, κι' έλαβαν χίλιων λογιών μορφές, κι' η Νύχτα, που άρχισε ν' απλώνη τα φτερά της, έδινε ένα γλυκό φίλημα στο πρόσωπο της Ημέρας, που έφευγε, γέροντας πίσω από το φωτεινό όχτο, που φκιάνουν οι κορφές των βουνών, κι' επήγαινε περίλυπη να θαφτή στην απέραντη νεκρόπολη των περασμένων.
Η Κουμπίνα της είπεν, ότι δεν είχον να φοβηθούν τους Τούρκους, καθότι μέσα στα καράβια ήσαν και πολλοί ναύται χριστιανοί. Υδραίοι και άλλοι, κι' αν θα έβγαιναν και Τούρκοι, οπού δεν ήτο πιθανόν να έβγουν, διότι άμα θα εφυσούσε καιρός, στο αμπαγιέρι, ευθύς η αρμάδα θα έφευγε.
Πασπάλαε αφρός τα στήθια τους, τ' άσπριζε γύρω η σκόνη, σα βγάζανε απ' τον τάραχο τον πονεμένο αφέντη. Και σαν τον είδε ο Έχτορας πως έφευγε οχ τη μάχη έσκουξε σ' όλο το στρατό μ' αψιά φωνή μεγάλη 285 «Δαρδάνοι κονταρόπλιστοι και Τρώες και Λυκιώτες, θάρρος, παιδιά, και βάρτε τους ατρόμητα σαν άντρες! Έφυγε ο πιο παλικαράς οχτρός, κι' εμένα ο Δίας μεγάλη δόξα μούδωκε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν