Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Τι ανάγκη τους έχω; Όταν πεινώ εγώ, δεν μου δίδει κανείς να φάω. Εγώ κυτάζω τη δουλειά μου. — Δηλαδή το δερβισιλίκι; Τώρα καραγκιόζη δεν έχει. — Κάνω δουλειές του ποδαριού. — Ένας παλληκαράς σαν εσένα δεν μπορεί να μείνη έξω από την εκλογικήν κίνησιν. — Με ζητούν κι' από το ένα κόμμα κι' από το άλλο, αλλά δεν αποφασίζω. Φοβούμαι μη βρω κανένα μπελλά. — Φοβάσαι να μη σκοτώσης κανένα, αι;
Βουνά του Πίνδου μου 'ψηλά, με τα πολλά κλαριά σας, Με τα τρανά τα πεύκα σας ταις γέρικαις οξειαίς σας, 'Ζήλεψα τα λημέρια σας, τους ίσκιους, ταις δροσιαίς σας! Τη λίμνη τ' Αγγελόκαστρου όσαις φοραίς κυτάζω. Τα Γιάννινα — τα Γιάννινα θυμούμαι, και χτικιάζω. Αχ πότε, πότε ελεύθερα να σας πατήσω πότε, Και τότες ας σβυσθώ με μιας, ας αποθάνω τότε! Εδώ, μακρυά σας, έχασα την δόξα, την ανδρειά μου.
Ανατρίχιασα όλος. Οι ναύτες εκείνοι επήδησαν, βέβαια στο καράβι μας όπως εμείς στο δικό τους και μαζί τους ερούφηξε η θάλασσα. Έλειπεν όμως η μεγάλη βάρκα και ίσως σ' εκείνη εζήτησαν τη σωτηρία τους. Κυτάζω γύρω· τίποτα. Τους εσυχώρεσα και τους εξέχασα. Ηύρε ως τόσο τον κόχυλα κ' εφύσηξε ο ναύκληρος δύο — τρεις φορές.
Θα τον καταφέρω στο ύστερο· εσκέφθηκα. Και αλήθεια έδωκα — πήρα τον εκατάφερα μια Κυριακή που δεν εψαρεύαμε. — Τι λες, πάμε; του κάνω. — Μωρέ που να πάμε ; — Για το γιούσουρι. — Και ποιος θα βουτήξη ; — Εγώ βουτάω· γι' αυτό ρωτάς! Επήγαμε τέλος. Κυτάζω με το γυαλί στον βυθό· πουθενά το γιούσουρι! Φέρνω μια βόλτα, δυο, τρεις· τίποτα! Άρχισε να με πιάνη απελπισία. Μιαν απελπισία παράξενη.
Νάρθω κ' εγώ και να σε ιδώ, και να σε κουβεντιάσω. — Εγώ Πασσά μ' δεν κάκιωσα, εγώ, Πασσά μ' δεν ξέρω Πώς στρώνονται τα στρώμματα, πώς βάνουν τα στρωσίδια. Γιατ' είμαι τσιούπρ' απ' τα μανδριά και μόν' και μόν' γνωρίζω, Να βόσκω αρνιά και πρόβατα, το γάλα τους να αρμέγω. Να πλέχω χοντροτσούρεπα, να φκιάνω και γιαγούρτι. Κυτάζω τον κατήφορο.
Κρύος ίδρωτας μ' επήρε. Άρχισαν να θολώνουν τα μάτια μου. — Στο Θεό σου. καπετάνιε, του λέγω· έχε υπομονή. Να φέρουμε μια βόλτα πάλι. Ούτ' εκείνος όμως, ούτε οι λαμνοκώποι με άκουαν. Το καΐκι εγύρισε κ' έφευγε για το λιμάνι βαριεστισμένο κ' εκείνο. Εγώ κρεμασμένος από την κουπαστή δεν έπαυα να κυτάζω ζερβόδεξα, με καρδιοχτύπι μεγάλο, σαν να εζητούσα της μάνας μου τα κόκκαλα. Μάταια όμως!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν