Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το πλήρωμα μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν μα ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια.

Μα διατί να είναι τόσον ισχυρόγνωμα εις το να θελήσουν να με απολαύσουν; διατί δεν με αφίνουν εις την ησυχίαν μου, μόνον έρχονται να μου συγχίσουν την ανάπαυσιν; Εγώ αυτό το εγύρεψα διά να μη τολμήση κανείς να με γυρεύση διά γυναίκα του με το να μην έχω επιθυμίαν διά να υπανδρευθώ· μα σαν αυτοί θέλουν να βάνουν την ζωήν τους εις τέτοιον κίνδυνον, εγώ δεν έχω το φταίξιμον.

Μίλησε Κατηγέ, ακολούθησεν αυτή γυρίζοντας προς την αδελφήν της· αγροικιέσαι πρόθυμη να ευχαριστήσης την κλίσιν ετούτου του αυθέντου, και να τον πάρης άνδρα; τον οποίον στοχάζομαι διά τιμημένον, και δεν πιστεύω πως θα ήθελε γελάση δύο πτωχές άκακες κόρες, οι οποίες επάνω εις αυτόν βάνουν όλην την ελπίδα της τιμής τους.

Και δε μου λες γιάειντα κλαις; Γιατί δε σ' αφήκα να κάνης τον μωρό, να σε χαϊδεύουνε, σαν όνταν εκατουργιούσουν απάνω σου; Είδες, μωρέ, άλλο τω χρονώ σου να τόνε βάνουν οι κοπελιές στην ποδιά τως; Δε θωρείς το μπόι σου; Εσύ 'σαι, μωρέ, μπλειο ντελικανής και θα σε παίζουν ακόμ' οι κοπελιές, σα μωρό, να σου λένε πως σαγαπούνε και πως θα τσι πάρης; Κρίμας και τα γράμματα πούχεις μαθωμένα!

Αυτή η οικογένεια εκατοικούσεν εις ένα σπητάκι ξέμακρα από κάθε χωρίον, και εκυβερνούνταν με το εργόχειρόν τους, που ήτον να πλένουν υποκάμισα και άλλα, που από το Μουσουλπατάν της έδιναν, τα οποία αφού και τα έπλεναν, εσυνήθιζαν να τους βάνουν κάποια άνθη διά να τους δίδουν ευωδίαν.

« Δέκα χιλιάδες έσερνε » Πεζούρα και καβάλλα, »'Σάν άναψεν ο πόλεμος » Κι' άρχισε το τουφέκι, » Τουρκαλβανός δε μπόρεσε, » Μπροστά μας πλειό να στέκη. » Γυρίζουν 'πίσω τα σκυλιά, » Το βάνουντη φευγάλα. «'Σ τη Δέμβρονα επέταξα, » Τους Τούρκους εκεί κλείω » Στο κάστρο.

Αλλοί εις εμέ, ω κυρά μου, απεκρίθη ο Ρουσκάδ, τα λόγια σου πολλά με βάνουν εις υποψίαν, και διά τούτο πες μου να ιδώ τι πρέπει να σου τάξω.

Κι' εν τω άμα κινάν στο ταξίδι Βιαστικά με χαρά τους μεγάλη. Σταματάτε ανόητα τέκνα· Θα χαθήτε, φωνάζει η μάνα. Έχε υγιά, αποκρένουνται εκείνα, Άλλα λόγια εμείς δεν ακούμε. Και μ' αυτό προς τους κάμπους τρεχάτα Όσο δύνουνταν, έκοφταν δρόμο. Τα μωρά! δεν το βάνουν με νου τους· Τα νερά αρχινάν να τραβιούνται. Απομνήσκουν απάνω σε ξέρη, Καταντάν των διαβάτων κυνήγι·

Κοινωνάω » Τα άχραντα μυστήρια, » Τα τέκνα μου 'βλογάω. » Κ' έξαφνα βλέπω την Τουρκιά » Τριγύρω του ναού μου.» « Τη λειτουργία σκόλασα. » Με παίρνουνε, μ' αρπάζουν, » Με κλείσανε, 'ς τη φυλακή » Τα σίδηρα μου βάνουν » Με δέρουν, άλλοι με χτυπούν, » Ασχημισμούς μου κάνουν, » Άλλοι με μαστιγόνουνε, » Και άλλοι με χλευάζουν

Ήρθε τέλος η αυγή. Καλήτερα όμως να μην ερχόταν αφού ήταν να μας δείξη τέτοιο θέαμα! Είδες το καλοκαίρι που βάνουν φωτιά στις καλαμιές οι τσοπάνιδες για το χορτάρι, πώς σηκώνονται κολώνες οι καπνοί και κλείουν τον ορίζοντα; Έτσι κολώνες ανέβαιναν κλωθογύριστοι από τη θάλασσα στον ουρανό. Και τι ουρανό; πυκνό και βρώμικο σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλώτερον από την αμπασογάμπια των καταρτιών μας.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν