United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυθέντη, τότε λέγει ο Καλάφ του πατρός του, αναγνωρίζεις τώρα το σφάλμα σου, που ενόμιζες ότι ο Ουρανός μας είχεν αφήσει να χαθούμεν; αυτός δεν έχει κουφά αυτιά προς εκείνους που ρίχνουν όλες τους τες ελπίδες προς αυτόν.

Ήταν δυο ωραιότατοι νέοι από το Νούορο που για να προσελκύσουν την προσοχή των κοριτσιών άρχισαν να ρίχνουν χρήματα στον τυφλό, βάζοντας στόχο το στήθος του και γελώντας κάθε φορά που το πετύχαιναν. Έπειτα πλησίασαν και βάζοντας τώρα στόχο τον Έφις, το διασκέδαζαν.

Απ' το παλάτι ξέμακρα να ξαποστάσουν στέκουν Και ρίχνουν κλήρο και λαχνό, 'ς όποιον απ' όλους πέση, Γυναίκα του η βασίλισσα σκλάβοι του οι άλλοι νάναι. Κ' ένας μικρός και πλειο ώμορφος πετιέται και φωνάζει: — Σταθήτε, 'ς έναν μοναχά η βασίλισσα δεν πρέπει.

Μέσα το μεσημέρι ακούω άξαφνα δυο τουφέκια μπαμ, στο σταθμό. Το βάζω στα ποδάρια: — Μπα! κακό πόπαθα! Φτάνω στο σταθμό. Το τουφέκι άναψε, τα μολύβια έρχουνταν βου!.. .βου!... βατό κατ' απάνω μας. Τι τρέχει ορέ! Ποιος τουφέκισε; Οι Τούρκοι! κυρ λοχία· κυρ λοχία πέσε κάτου. Πού να πέσω. Τάχασα, σάστισα από το δρόμο, από την κάψα. Με καβαλλικεύουν δυο, με ρίχνουν κάτω. Ήρθα στα σέστα μου.

Ω πηγάδιΔίχως βάθου καν σημάδι. Ω καδδί που δε χορταίνεις, Και ποτέ δεν αποσταίνεις Σ' όσο βρίσκειςΚι' άδιο πάντα σου απομνήσκεις! Ω καρούτα αναιώνια Που να ρίχνουν χίλια χρόνια, Στα χαμέναΘα παιδεύουνται μ' εσένα! Ω κρασιού αλήθια τάφε, Τ' άντερα σου βάφε, βάφε!... Ε κοντύλιΜούρθε πλιο η ψυχή στ' αχείλι! Πες κάνα άλλο κι' άφς τη βρόμα.

Οι άντρες και με τα μάτια και με τα χέρια και με τα λόγια έδειχναν τον τρανό θαυμασμό τους για τα έργατα των παπούδων τους, και κάποτε κάποτε δε λησμονούσαν να ρίχνουν βαριά κατάρα και φοβερό ανάθεμα, σ' εκείνους τους άθεους που τα χάλασαν και τα ξεχώνιασαν. Κ' έτρεχαν όλοι μαζί από πόρτα σε πόρτα κι από προμαχώνα σε προμαχώνα.

Οι άντρες και με τα μάτια και με τα χέρια και με τα λόγια έδειχναν τον τρανό θαυμασμό τους για τα έργατα των παπούδων τους, και κάποτε κάποτε δε λησμονούσαν να ρίχνουν βαριά κατάρα και φοβερό ανάθεμα σ' εκείνους τους άθεους που τα χάλασαν και τα ξεχώνιασαν. Κ' έτρεχαν όλοι μαζί από πόρτα σε πόρτα κι από προμαχώνα σε προμαχώνα.

Τι να τα κάνη τα πανιά που τα χέρια του δε θα μπορούσαν να τα σηκώσουν; Τι να τα κάνη τα κουπιά; Και τι το σπαθί; Όπως οι ναυτικοί, στα μεγάλα ταξίδια, ρίχνουν από το κατάστρωμα στη θάλασσα το πτώμα κάποιου παληού τους συντρόφου, έτσι και ο Γκορνεβάλης, με τρεμουλιαστά χέρια, έσπρωξε προς το πέλαγος τη βάρκα που ήτανε κατάκοιτος μέσα ο αγαπημένος του γυιός· και η θάλασσα τον επήρε και τον τράβηξε.

Ό,τι κάμανε να γυρίσουν πίσω με το κυνήγι τους, και να σου ένας τσομπάνης έρχεται τρεχάτος κοντά του και τους λέει πως τοιμάζεται να ξεκινήση κατά την Αθήνα μεγάλο ασκέρι από το Μωριά, να τους κυριέψη τη χώρα. Οι συντρόφοι του Βασιλιά τρομάζουνε, ρίχνουν το κυνήγι τους χάμω, και μαζεύουνται γύρω του, να τονε ρωτήξουν τι πρέπει να κάμουν.

Αλλά, καθώς οι παράξενοι αυτοί εμπόροι όλη την ημέρα έτρεχαν στα ευγενικά παιχνίδια, στο ζατρίκι, και στο τάβλι, και ξέρανε καλλίτερα να ρίχνουν τους κύβους παρά να μετράνε το σιτάρι, ο Τριστάνος φοβώτανε μη τους ανακαλύψουν, και δεν ήξερε πώς να κάνη. Λοιπόν, ένα πρωί, κατά τα ξημερώματα, άκουσε μια φωνή τόσο τρομερή που θάλεγε κανείς ότι ήταν η κραυγή κάποιου δαίμονα.