United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξάπλωσε, ξάπλωσε πυκνή πυκνή, κατάχοντρη. Τάχασα. Τόρα, γυναίκα; της κάνω. Αυτή γελούσε. Κάνω να δω για το σταλήκι στο πλάι, πουθενά σταλήκι. Απάνω στην αφηρεμάρα μας, κάπου γλύστρησε και πάει. Κοιτάζω καλά. Κατάμπροστα αντάρα, πίσω καταχνιά, απανωθιό μου αντάρα.. Αρχίζω τα βλαστήμια. Κατέβασα Χριστούς και Παναγίες. Αρχίζει κ' ένα κρύο ψηλό, ψηλό και τσουχτερό.

Βρε παιδί μου, μην τύχη και βαστάει ακόμα μέσα σου το κρασί; Εμένα πια το κεφάλι μου δε γυρίζει. Έλα κάτου να σφίξουμε μια, κ' εκεί τα λέμε. — Του κάκου· χρέος μου να το διαφεντέψω τόνομά σου, και τίποτις δε με γυρίζει από το σκοπό μου. Μια βδομάδα δεν είνε που με δασκάλευες το τι να κάμω, τότες που τάχασα με τη μαζώχτρα και τόκαμα. Αράδα, σου τώρα να μ' ακούσης και συ, και νάρθης μαζί μου.

Κεραμίδια πέφτανε από δω, ξύλα από κει, τζάμια σπάγανε, πόρτες ανοιγόκλειναν. Από τα παράθυρα, από τις μάντρες, από τα κατώγια πηδούσαν οι εργάτες, και γινόταν ένα κακό απερίγραφτο. . . Εκείνη την ώρα τάχασα, και δεν ξέρω πώς, μια ζάλη έπιασε όλο μου το κεφάλι και σωριάστηκα χάμου. Σε λίγο κάτι άγριες φωνές που ακουγόντανε από το μέρος της ατμομηχανής, μ' έκαμαν να σηκωθώ τρομαγμένος.

Ήρθε να με θυμιάση, που λες, ήταν ώμορφη! ώμορφη! άλλο πράμα, άσπρη-άσπρη σαν το χιόνι, και τα μαλλιά της ξέπλεκα τα είχε. Σαν διάκος. Και φορούσε άσπρο στιχάρι. Εγώ έτρεμα σαν φύλλο. Τάχασα. Τώρα θα με πιάση, είπα . . . Μώρριξε μια γλυκεία ματιά. Κι' εγώ ξέχασα πως ήτανε πεθαμένη. Και της λέω: Με τον παπά σου ήρθες Κουκκίτσα; Τότες έγεινε άφαντη. Σαν αέρας. Φου μια, και χάθηκε.

ΑΡΓΓΑΝ Ε; δε σου φαίνεται πως είνε η ίδια η Τουανέττα; ΒΕΡΑΛΔΟΣ Η αλήθεια είνε πως η ομοιότης είναι καταπληκτική· αλλά δεν είναι η πρώτη φορά πού παρατηρούμε τέτοιο πράγμα· η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παιγνίδια της φύσεως. ΑΡΓΓΑΝ Εγώ τουλάχιστον τάχασα και. . . ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Τι θέλετε, κύριε; ΑΡΓΓΑΝ Πώς; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δε με φωνάξατε; ΑΡΓΓΑΝ Εγώ; όχι. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Θα βουίζουν τ' αυτιά μου, φαίνεται.

Μ' εμεθύσανε . . . τάχασα . . . ξέρω γω ίντα κάνουνε; Να ο 'γούμενος, μα το θεό εγώ δεν ειξέρω, δε φταίω, εγώ δεν ήθελα . . . εγώ . . . Και κάμνοντας για να φύγη, ξαπλώνεται μακρός πλατύς στο πάτωμα. Ο Δήμαρχος εστράφηκε τότε στο 'γούμενο και του έκαμε παρατήρησες και παράπονα.