United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άκουγε τη φωνή του νέου όπως πριν λίγο άκουγε τον ήχο του ακορντεόν, και γελούσε από ευχαρίστηση, και όμως κατά βάθος ήθελε να κλάψει.

Κι' εκεί που τον κυνήγαε αφτός στο σταροβγάλτη κάμπο, λίγο ενώ ομπρός του ξέτρεχεκαι τον γελούσε ο Φοίβος με τέχνη, που έτσι να θαρρεί πως θα τον πιάσει πάντα605 τότες φεβγάλα οι Τρώιδες φτάνουν σωρός στο κάστρο χαίροντας πια, και γιόμισε το κάστρο τρυπωμένους.

Γελούσε: δεν ήταν ποτέ τόσο ευτυχισμένος. Στο βάθος όμως, στη σκοτεινή κουζίνα, η ντόνα Έστερ και η ντόνα Νοέμι δε μετακινήθηκαν από τον πάγκο. Και να, εκείνος αισθανόταν υποταγή στη μια και φόβο για τη άλλη. Έκλεισε τότε τα μάτια και προσποιήθηκε ότι ήταν κι εκείνος τυφλός. Και πήγαιναν έτσι και οι τρεις, εδώ κι εκεί, επάνω σ’ ένα μαλακό έδαφος, ψέλνοντας δοξαστικούς ύμνους για το Άγιο Πνεύμα.

Αλλά τον έβλεπε μονάχα με την άκρη του ματιού της, κοιμισμένον τόσο ήσυχα κι ευτυχισμένα. Γιατί να ταράξη την γαλήνη του, τον ύπνο του; Θα την έπαιρνε για παιδί, για φοβιτσάρα, και θα γελούσε. Όχι. Τόρα θ' απλώση το χέρι της και έτσι μ' ένα κούνημα θα διώξη μακριά της όλη αυτή τη φρίκη, και θα σβυστούν όλα, όλα τότε απ' εμπρός της.

Μια γυναίκα πούκλαιε, κιόταν ακόμη μου κινούσε συμπάθεια, μου φαινόταν πως ξέπεφτε, πως γινόταν ζώο δειλό και κακομοιριασμένο. Μπροστά μας άνοιξαν οι ελιές και φάνηκε μακριά το φαράγγι, μια βαθειά σχισμάδα του βουνού. Το άνοιγμά του φαινότανε μαύρο· αλλά στο πάνω μέρος γελούσε λίγη μακρυνή θάλασσα. — Επήες ποτέ σου στο φαράγγι; με ρώτησε το Βαγγελιό. — Επέρασα κοντά, μα εκειά ίδια δεν επήα.

Θυμούμαι τις γιορτές με τις γιρλάντες τάνθη, τους στίχους, τις φράουλες και το κρασί, τους μακρινούς ήσυχους περίπατους στο δάσος των ελατιών, που ανοιγότανε σ' ένα ηλιοφωτισμένο φιόρδ και θυμούμαι το βαρκάρη, που μας συνόδευε στις θαλασσινές εκδρομές και το πρόσωπό του με τα ψαρά γένια γελούσε μ' όλους μας. Τι σύντομο που είταν αυτό το καλοκαίρι και πόσο γλήγορα ήρθε ο χειμώνας!

Καθώς ο Μιλέζος πλησίασε στην πόρτα και γελούσε με κάτι που ο ντον Πρέντου του έλεγε χαμηλόφωνα, ο Έφις αναφώνησε με αξιοπρέπεια. «Αλήθεια είναι!

Θυμόταν το γιατρό με τα γυαλάκια του, με τα γενάκια τα ξανθά, γυαλιστερά και μοσχομυρισμένα από πουμάδες και κομμένα κάτω στα ίσα, ολόγυρα στο πλατύ άσπρο πρόσωπο με τα ροδοκόκκινα μαγουλάκια. Τι σαχλός που ήτον! Κ’ έκανε και το νόστιμο· κι όλο γελούσε για να φαίνονται τα δόντια του· κι όλο ακκουμπούσε στο μπαστούνι του με την ασημένια γοργόνα για να δείχνη τα παχουλά του τα χέρια.

Γελούσε με τη Βεργινία πού μασσούσε την μπριζόλα της με το χαρτοπόλεμο στα μαλλιά, με τη Λιόλια που θαρρούσε πως έπεφταν τα χαρτάκια από πάνω της μέσα στο φαΐ της κι όλο τιναζότανενώ της τάρριχνε αυτός, χωρίς να το παίρνη χαμπάρι. Καθώς σηκωθήκαν απ’το τραπέζι κ' έμεινε η Λιόλια μια στιγμή γυρισμένη, χώνει το χέρι του ο Νίκος στο λαιμό της βαθιά και της γιομίζει την πλάτη κομφετί.

Νομίζω ότι μάλωσαν, γιατί όταν βγήκε από εκεί τα μάτια του ήταν κόκκινα, σαν να είχε κλάψει. Η Γκριζέντα τον κοίταζε και γελούσε, αλλά έσφιγγε τα δόντια. Εκείνος είπε: είναι η τελευταία φορά που με βλέπουν.» Ο Έφις δεν έκανε άλλες ερωτήσεις.