United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα εκείνη χύνεται στον κόρφο του, δε θέλει να σαλέψη από κοντά της. Κλαίει και μαργαριτάρια κυλούν από τα μάτια της· γελάει και δροσερά τριαντάφυλλα πέφτουν από τα μαγουλά της· στενάζει και στενάζει το παλάτι σα σπασμένη κιθάρα. Άμοιρη νια! θα μπορέσης τάχα ν' αλλάξης το πικρό μοιρογράφημα; Κάτω ξετυλίγεται απέραντο πανόραμα με λαγκαδιές, με κάμπους, με θάλασσες, και με χωριά.

Έκτοτε, η Μοίρα του, εμφανιζομένη σκληρά, υπό την μορφήν του Γέροντος, κοντού και απηνούς, πολιού και εχθίστου, με πώγωνα βαθύν και επανωφόριον ποδήρες ρωσσικόν, συνετάραττε την νυκτερινήν ανάπαυσίν του· και αποκαμών επεθύμει την κατάβασίν του προς τα κάτω, όπου τω εφαίνετο ότι θα εύρισκεν ανάπαυσιν εις την μαλακά γύρω του βουνού, αναπαυομένην πόλιν.

Κάποιος, που για την Ελλάδα έκαμε κάμποσα, που την έκαμε κιόλας Ελλάδα, ο κάποιος αφτός, σαν έγινε κατόπι το βασίλειο, σα γέρασε κι ο ίδιος, θυμήθηκε τα νιάτα του, μας δηγήθηκε τον καιρό που καθότανε, λέει, κ' έκλαιγε «την Ελλάς». Ποιος θαρρείτε πως μιλεί έτσι; Κάτω, παρακαλώ, τις γραμματικές σας!

Τότε ήταν ωραίο νάβλεπε κανείς το ανακάτωμα των αλόγων που σωριάζονται χάμω, και τους πληγωμένους υποτελείς, και τα χτυπήματα που έδιναν οι νεαροί ιππότες, και τα χορτάρια, που κάτω από τα βήματά τους, γινόντανε κόκκινα από το αίμα. Μπροστά σε όλους, ο Καερδέν είχεν υπερήφανα σταματήσει, βλέποντας νάρχεται απάνω του ένας τολμηρός βαρώνος, ο αδερφός του κόμητος Ριόλ.

ΠΛΟΥΤ. Αυτόν μεν, ω Ερμή, άφησε να ζήση και μετά τα ενενήντα έτη, τα οποία έζησε και να του χαρίσης άλλα τόσα, και αν δυνατόν ακόμη περισσότερα• τους δε κόλακάς του, τον νέον Χαρίνον και τον Δάμονα και τους άλλους όλους φέρε τους εδώ κάτω το ταχύτερον. ΕΡΜ. Αυτό θα φανή άτοπον.

Πίστευαν οι Εθνικοί πως να ταγγίξης μονάχα τάγαλμα εκείνο, και ξαναγίνεται χάος ο κόσμος. Κι ως τόσο ένας σταλήθεια αθεόφοβος στρατιώτης μ' αξίνι στο χέρι βαρύ σκαλώνει απάνω, κ' εκεί που κ' οι Χριστιανοί ακόμα πρόσμεναν κοσμοχαλασιά, καταφέρνει μια στο μάγουλο του θεού, και πέφτει το μάγουλο κάτω. Άλλη μια τσικουριά, κατόπι άλλη, και κατρακυλούν τα κομμάτια, ώσπου θρουβαλιάστηκε όλο τάγαλμα.

Καθώς όμως με εκατέβαζαν κάτω από το ολίγον φως, που έμβαινεν από το στόμα του πηγαδιού εκείνου, εθεωρούσα μέσα εκείνο το υπόγειον κοιμητήριον, και είδα ότι ήτο πολύ ευρύχωρον· το δε βάθος του ήτον έως είκοσιν οργιές.

Τότε, πρώτα-πρώτα, ο Μιστόκλης ως έξυπνος όπου ήτο, επιθυμών να εργασθή πλέον εν τη πόλει, την οποίαν ως όνειρον έβλεπε πάντοτε από την κορυφήν του Λυκαβητού, να δράση και να προοδεύση, ως έβλεπεν από του ύψους εκείνου ότι έδρα και προώδευε κάτω τόσος κόσμος, εζήτησε κ' εύρε την παρά του Θεού ορισθείσαν τω ανθρώπω βοηθόν και σύντροφον εν τω βιωτικώ αγώνι και ήλθεν εις γάμον.

Κατά τ' Αγρίνι κάτω Βρίσκει του Πίνδου του Σουλίου τον κόσμο το φευγάτο· Βρίσκει τον Κώστα πούχ' εκεί τη φαμηλιά του φέρει Και παίρνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του παίρνει. Να φύγη ο Κώστας δε 'μπορεί και πέφτει προσκυνάει. Τον ξέρει από τα Γιάννινα για πρώτοντο κυνήγι Και με τους άλλους σκλάβους του ο 'Μέρης δεν τον σμίγει, Μόνο να κυνηγάη Για το σουφρά του τον κρατεί και τον καλοταγίζει.

Καταραμένος νάναι από το Θεό. Καταραμένη η ώρα που γεννήθηκε, καταραμένο το καράβι που μας τον έφερ' εδώ αντί να τον πνίξη 'κει κάτω στα βαθειά κύματα. — Ήσυχάστε, κυρία, είπεν η Βραγγίνα. Πάρα πολλές κατάρες κι' αφορεσμούς λέτε σήμερα. Πού μάθατε αυτό το επάγγελμα; Ποιος ξέρει αν αυτός ο άνθρωπος δεν είναι αποσταλμένος από τον Τριστάνο; — Δεν πιστεύω, δεν τον ανεγνώρισα.