United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και η κιθάρα του ήτο κάτι τι έκτακτον εις κάλλος και πολυτέλειαν, διότι ήτο όλη από χρυσόν καθαρόν, ήτο δε καταστόλιστος με ποικίλματα και διαφόρους πολυτίμους λίθους και εις το μέσον είχε σκαλισμένον μεταξύ των Μουσών τον Απόλλωνα και τον Ορφέα• και εθαύμαζον μεγάλως όσοι την έβλεπον.

Είπε, κ' επροπορεύθηκε, κ' εκείνοι ακολουθούσαν. και ο κήρυκας απ' το καρφί την ηχηρήν κιθάρα 105 κρεμά, και τον Δημόδοκον χεροδηγεί και φέρει από το δώμα εις την οδόν, 'που οι πρώτοι των Φαιάκων όλοι επορεύονταν, να ιδούν τους θαυμαστούς αγώναις.

Έγινε δε ακόμη γελοιωδέστερος όταν εφάνη κλαίων ο χρυσούς Ευάγγελος και συρόμενος διά μέσου της σκηνής υπό των μαστιγοφόρων, με τους μηρούς καταιματωμένους, και συλλέγων από το έδαφος τα κοσμήματα της κιθάρας• διότι και αυτά είχον αποκολληθή και πέση, επειδή η κιθάρα εξυλοκοπείτο μετ' αυτού.

Ιδού τα πολυτάραχα Κύματα της θαλάσσης· Ιδού, ιδού των αμώμων Ψαρών δικαιοτάτων Η τραχείαι πέτραι. Αυτού καμμία κιθάρα Φθοροποιός, όχι όργια, Όχι κρότος Μαινάδων, Ούτ' Έρωτος παιγνίδια Τον νουν συγχίζουν. Αλλ' ως, κατά το βράδυ Το θερινόν ανάπτονται Ταχείαι, συχναί η ολύμπιαι Αστραπαί και θαμβόνουσι Τους οδοιπόρους·

Απάνω στο μονόξυλο μια νεράηδα ψηλή κρατούσε ανάερα μια κιθάρα. Οι χορδές κάτω από τα λευκά της δάκτυλα στάζανε τα μυστικά μάγια στης λίμνης τα νερά. Τότε ο γέροφιλόσοφος κατέβηκε απ' τον ψηλό πύργο. Μέσα στα σκοτεινά του στήθια ένοιωθε να πλημμυρή ένα κατάλευκο φως. Άφησε τα σκονισμένα βιβλία, τις σαύρες και τις νεκροκεφαλές. Και κατέβηκε κάτω στον κάμπο.

ΛΕΑΙ. Είχαν τραπέζι αυτή και η Δημώνασσα η Κορινθία, άλλη πλουσία, η οποία κάνει την ίδια τέχνη με την Μέγιλλαν. Μ' εκάλεσαν λοιπόν να παίξω κιθάρα• αφού δε έπαιξα• και ήτο περασμένη η ώρα και αυτές είχαν μεθύση, η Μέγιλλα μου είπε: Είνε ώρα για ύπνο, Λέαινα, και επειδή είνε αργά μείνε να κοιμηθής μαζή μας• θα σε βάλλωμε στη μέση. ΚΛΩΝ. Έμεινες; Και έπειτα τι έγεινε;

Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας, το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, 405 ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο, τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση, το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος, και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· 410 ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη. τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι· και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας. εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. 415 και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα, αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες· το κράτησετο κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος, νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, 420 τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει, Τηλέμαχε, καθήμενοςτα μέγαρά σου ο ξένος. μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο 425 το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου, και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες. κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». 430

Μα εκείνη χύνεται στον κόρφο του, δε θέλει να σαλέψη από κοντά της. Κλαίει και μαργαριτάρια κυλούν από τα μάτια της· γελάει και δροσερά τριαντάφυλλα πέφτουν από τα μαγουλά της· στενάζει και στενάζει το παλάτι σα σπασμένη κιθάρα. Άμοιρη νια! θα μπορέσης τάχα ν' αλλάξης το πικρό μοιρογράφημα; Κάτω ξετυλίγεται απέραντο πανόραμα με λαγκαδιές, με κάμπους, με θάλασσες, και με χωριά.

Γύρω γύρω απ' την κιθάρα σου, αλαφρό, εχόρευε, ω Φοίβε, το ζαρκαδάκι το μικρό με παρδαλό το δέρμα όπου πετιέται άξαφνα απ' της ψηλές ελάτες. Γιατί αλήθεια ο Άδμητος σε χώρα βασιλεύει που έχει απ' όλες πιο πολλά κοπάδια γύρω γύρω απ' τα κρυστάλλινα νερά της λίμνης της Βοιβίας.

Έχουνε να πουν πως άκουσε ο άνθρωπος του κιθάρα κ' έπαιζε όταν πήγε να συνάξη το θησαυρό, και φοβήθηκε του Απόλλωνα την οργή. — «Ακόμα κάθεσαιτου μηνάει ο Σύλλας. «Και τι καλλίτερο σημάδι παρά να τραγουδάη ο Θεός παίζοντας την κιθάραΠήγε τότες όλος ο θησαυρός. Πήγε και ταργυρό το πιθάρι, το στερνό από τα τέσσερα που είχε χαρισμένα του Απόλλωνα ο Κροίσος.