United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί προτήτερα έπαιζε μόνο με τα μεγαλήτερα αδέρφια. Τώρα ο σύντροφος είτανε μερικούς μήνες μικρότερος από το Σβεν κι είτανε κιόλας κοριτσάκι. Όλα αυτά είτανε κατιτί πολύ νέο και χαριτωμένο και την εποχή αυτή ο Σβεν είχε να μιλή πολλά με τη μαμά. Η μικρή Μάρθα είχε ρθει στην εξοχή με τους γονείς της και στην αρχή κι αυτή κι ο Σβεν κοιταζόντανε μεταξύ τους από μακριά.

Σ' ένα αγκωνάρι ενός σπιτιού, καθισμένος διπλοπόδι ένας στραβός ζητιάνος, έπαιζε λυπηρά στο λογγάρι του μ' ένα δοξαράκι, ένα τραγούδι παραπονεμένο, ξενητεμμένο τραγούδι, και τα χείλη του έψαιλναν τρεμουλιαστά λόγια πολύ λυπηρά, πολύ πονεμένα: Ανάθεμά σε ξενητιά, εσύ και το καλό σου...

Ο μικρός Σβεν δεν έπαιζε πολύ μ' άλλα παιδιά και δεν του άρεσε να μένη πολύ μαζί τους. Γύριζε πάλι στη μαμά, σα να είταν αυτό το φυσικότερο πράμα του κόσμου. Και δεν τον έμελε αν έκοβε το παιγνίδι στη μέση και τάλλα παιδιά θυμώνανε. Μόλις έβλεπε τη μαμά, έτρεχε σ' αυτή, της έπιανε το χέρι και πήγαινε κοντά της.

Κ' επειδή κάθε μέρα γινόταν ο ήλιος πιο καυτερός, γιατί τελείονε η άνοιξη κι άρχιζε το καλοκαίρι, είχαν πάλι καινούργιες και καλοκαιρινές διασκέδασες· ο Δάφνης κολυμπούσε στα ποτάμια κ' η Χλόη λουζότανε στις πηγές. Εκείνος έπαιζε το σουραύλι παραβγαίνοντας με τα πεύκα κ' εκείνη τραγουδούσε συναγωνιζούμενη τ' αηδόνια.

Τέλος, αφού κατώρθωσεν όλα ταύτα, ο νέος δήμαρχος επήρε την κιθάραν του κ' έπλευσεν εις την απέναντι νήσον, όπου εφημίζετο ότι υπήρχον πλούσιαι νύμφαι. Διωργάνισεν εκεί, επειδή αυτός προεξήρχεν ως κιθαρωδός και ορχηστής, κώμους και παννυχίδας με την νεολαίαν του τόπου· όλην την νύκτα «έπαιζε κριθάραν», καθώς έλεγεν ο Διοματάρης, κ' έμελπε μερακλίδικα τραγούδια.

Κ' η Χλόη, αφού πήρε το σουραύλι και τόφερε στα χείλη της, έπαιζε όσο μπορούσε δυνατά· τα βόιδια ακούνε, γνωρίζουν το σκοπό και με μια ορμή, αφού εμούγκρισαν, πηδούνε στη θάλασσα. Κ' επειδή έγινε ορμητικό το πήδημα από τη μια μεριά του τρεχαντηριού κι άνοιξε η θάλασσα από το πέσιμο των βοϊδιών, αναποδογυρίζεται το τρεχαντήρι και βουλιάζει εξ αιτίας της θαλασσοταραχής.

Ακουγόταν το ακορντεόν που έπαιζε ο Τσουαναντόνι προς τιμήν των νεόνυμφων κι εκείνος ξανάρχισε να θυμάται ένα σωρό πράγματα: το θόρυβο του Μύλου, επάνω στο Νούορο, τα σύννεφα επάνω από το Βουνό Γκονάρε, το θρόισμα των καλαμιών στο φρύδι του λόφου…. «Έφις, θυμάσαι; Έφις, θυμάσαιΤι μεγάλη που έγινε η κουζίνα!

Δεν έπαιζε πια μαζί της και την ώρα του δειλινού κατέβαινε κάτω στο περιβόλι και ξαπλονώτανε σ' έναν ψάθινο καναπέ, κυττάζοντας τη θάλασσα και περιμένοντας να περάση η σκιά με το μικρό συνεφάκι του τσιγάρου. Και καθώς δεν είχε τι να κάνη και βαρυότανε ξαπλωμένη απάνω στον ψάθινο καναπέ, ίσως να τον αγάπησε και γι' αυτό τον Παύλο. Ποιος τα ξέρει αυτά τα πράματα! Και τον αγάπησε με τα καλά της.

Ο Τζατσιντίνο….. το γράμμα που του έγραψε κρυφά…. Πλάι τους, καθισμένη καταγής με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια γύρω από τα γόνατα, η Γκριζέντα γελούσε κοιτάζοντας το αγόρι που έπαιζε το ακορντεόν.

ΖΕΦ. Καλά, τον έρωτα τον γνωρίζεις, τα κατόπιν δε θ' ακούσης τώρα. Η Ευρώπη παραλαβούσα τας φίλας και ομηλίκους της κατέβη εις την παραλίαν και έπαιζε μετ' αυτών• ο δε Ζευς ομοιωθείς προς ταύρον ωραιότατον, έπαιζε μαζύ των. Ήτο κατάλευκος, τα κέρατά του εκαμπυλούντο με χάριν και το βλέμμα του ήτο ήμερον.