United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά ο Καερδέν, όρθιος στην κουπαστή, τον χτυπάει με το κουπί του. Ο Αντρέ κλονίζεται και πέφτει στη θάλασσα. Ο Καερδέν τονέ χτυπάει πάλι με το κουπί και τον βουλιάζει μέσα στα κύματα, φωνάζοντας: «Πέθανε, προδότη! Να η αμοιβή σου για το κακό που έκανες στον Τριστάνο και στη Βασίλισσα Ιζόλδη

Κ' η Χλόη, αφού πήρε το σουραύλι και τόφερε στα χείλη της, έπαιζε όσο μπορούσε δυνατά· τα βόιδια ακούνε, γνωρίζουν το σκοπό και με μια ορμή, αφού εμούγκρισαν, πηδούνε στη θάλασσα. Κ' επειδή έγινε ορμητικό το πήδημα από τη μια μεριά του τρεχαντηριού κι άνοιξε η θάλασσα από το πέσιμο των βοϊδιών, αναποδογυρίζεται το τρεχαντήρι και βουλιάζει εξ αιτίας της θαλασσοταραχής.

Κανένας δεν τον βοήθησε ν' ανέβει απάνω, γιατί από την κανονιοφόρα τάχανε σαστίσει κι' άλλοι πηγαίνανε βιαστικά κατά την πρύμη, κι' άλλοι κατά την πλώρη. Μερικοί κρατούσανε στα χέρια τους σχοινιά, γάντζους, ότι τύχει. Όταν ξεκόλλησεν η κανονιοφόρα φάνηκεν η βενζινάκατος σχισμένη στη μέση. Από το θωρηκτό, φωνάζανε: — Να, να! αρχίζει να βουλιάζει. — Δε θα την προκάνουνε.

Οι άνθρωποι της Κορνουάλλης ακόμη ονομάζουν αυτήν την πέτρα «Πήδημα του Τριστάνου». Μπρος στην εκκλησιά, οι άλλοι όλο τον περίμεναν. Άδικα όμως, — γιατί τώρα πεια τον πήρε ο Θεός στη φύλαξί του. Φεύγει... Ο αλαφρός άμμος βουλιάζει στα πόδια του. Πέφτει χάμω, γυρίζει πίσω, βλέπει μακρυά τη φωτιά. Τριζομανάνε η φλόγες και ψηλά ανεβαίνει ο μαύρος καπνός. Κι' ο Τριστάνος φεύγει..

Γιατί, σαν μπη ένας δίκαιος μες σε καράβι με ναύτες παρανόμους κι άξιους για το κάθε, μαζί με την αντίθεη τη γενιά βουλιάζει° ή με τους συντοπίτες του τους εχθροξένους που δεν θυμούνται το θεό, και δίκαιος να ’ναι, στα ίδια δίχτυα πιάστηκε με τους αδίκους κι απ’ του θεού την ίδια οργή χάθηκε μ’ όλους . Έτσι κι αυτός, του Οϊκλέους ο γυιός ο μάντης, φρόνιμος, δίκαιος, ευσεβής κι αγαθός άντρας μέγας προφήτης, σμίγοντας χωρίς να θέλη μ’ αυθαδοστόμους ασεβείς ανθρώπους, όπου να στρέψουν πολεμούν τη μακριά στράτα πίσω, -ο θεός το θέλει -θα συρθή κι αυτός μαζί τους.

Φόβος και μαζί πείσμα. Καλά, έλεγα, ο διπίθαμος Αράπης που ρουφά τα πέλαγα και φράζει τα ποτάμια μόνον με τα γένεια του. Καλά η αθάνατη Γοργόνα, του Αλεξάντρου η αδερφή που γυρίζει σβούρα τη θάλασσα και στο πικρό χαμπέρι βουλιάζει τα πλεούμενα σύψυχα με την ουρά της. Καλά και ο Άριστος που σκοτώνει τα θεριά και τα βουνά γκρεμίζει και ξεριζώνει ρουπάκια με το κοντάρι του.