United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ό ήλιος έγερνε στη δύση και γύρω στάλαζε ένα κλάμα. Δεν ήταν τ' άστρα που μπροστά μου σκορπίστηκαν διαμάντια χύμα, ήταν τα μάτια σουχαρά μου. Γοργά μας πήγαινε το κύμαΔες η αυγή το φως της κάνει στην κόμη σου χρυσό στεφάνι! Από τα μάτια σου είναι η μέρα που χύνεται μες στον αέρα. Στα πράσινα νερά γκρεμίζει πύργους το κύμα, πύργους χτίζει, στη θάλασσα δε φαίνεται άκρη.

Κι' ορμώντας σα ζυγώσανε με τ' άρματα στα χέρια, τίναξε πρώτος ο Φηγιάς το τροχιστό κοντάρι· 15 όμως η μύτη απάνωθες περνάει απ' του Διομήδη τον ώμο τον αριστερό με δίχως ναν τον βλάψει. Δέφτερος ρήχνει τότε αφτός, μα απ' το δικό του χέρι τ' όπλο δεν πέταξε άδικα, μον του χτυπάει τα στήθια μεσόβυζα, κι' οχ τα φαριά τόνε γκρεμίζει χάμου.

Ύστερα τρέχει και διο γιους του Βιά, το Λαογόνο 460 και Δάρδανο, οχ τ' αμάξι τους γκρεμίζει, τι τη σπάθα στον ένα μπήγει από κοντά, στον άλλον το κοντάρι. Τον Τρώα, τ' Αλαστόρου γιοαφτός του πέφτει ομπρός του στα πόδια, μην τον λυπηθεί και τη ζωή τ' αφίσει, 464 ο έρμος! :Μα δεν τόξερε πως άδικα λαλούσε, 466 τι δα απαλόκαρδη ψυχή και μαλακιά δεν είχε, παρά θεριού.

Φόβος και μαζί πείσμα. Καλά, έλεγα, ο διπίθαμος Αράπης που ρουφά τα πέλαγα και φράζει τα ποτάμια μόνον με τα γένεια του. Καλά η αθάνατη Γοργόνα, του Αλεξάντρου η αδερφή που γυρίζει σβούρα τη θάλασσα και στο πικρό χαμπέρι βουλιάζει τα πλεούμενα σύψυχα με την ουρά της. Καλά και ο Άριστος που σκοτώνει τα θεριά και τα βουνά γκρεμίζει και ξεριζώνει ρουπάκια με το κοντάρι του.

Όταν ήμουν στη Βενετία, μ' έπιασε μια λαχτάρα τρομερή ναν την έβλεπα να βούλιαζε, μαζί με τα παλάτια της και μ' όλες τις θύμησες, και μ' όλη την ιστορία της, και μου ήρθε έπειτα ένας πόθος, κάτι να γεννήσω καινούριο κι όμορφο, όσο άσκοπο κι αν φαίνονταν. Κ' είναι, βέβαια, όλα άσκοπα στη ζωή αυτή, αλλά η δημιουργική δύναμη δεν της μέλει, και όλο γκρεμίζει και ξαναφτειάνει τα ίδια και τα ίδια.

Άλλη φορά, απάνω στη βόλτα, ένα παιδί σαν το κρύο νερό, απάνω στα ξάρτια, μ' ένα ξεροβόρι δαιμονισμένο, του δίνει μια η αντέννα στο κεφάλι και το γκρεμίζει μέ στη θάλασσα. Άνοιξε το κύμα και το κατάπιε. Ούτε σημάδι του δε φάνηκε μες το σκοτάδι. Πάει, χάθηκε. Πήραν τη βόλτα και τράβηξαν. Ένας λιγώτερος. Τι να κάνης; Σήμερα αυτός, αύριο εμείς. Ας κλαίνε οι μαννάδες, που τάχουν.

Έρωτας ο διπρόσωπος που κατά την περίστασι δείχνει μας στον κόσμο με αγγέλου φτερά ή με δαιμόνου νύχια, που μας υψώνει στον Όλυμπο ή μας γκρεμίζει στα Τάρταρα, αυτός παντοδύναμος τόρα έπαιζε στα χέρια την ψυχή του φίλου και την έκανε Μέδουσα. Αγαπούσε κ' εκείνος από τότε το Σμαρώ και ήξευρε τις ιδέες που βασιλεύουν δεσπότες τύρανοι στο νησί μας.