United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιο πιστό κι' απ' τη γυναίκα κι' απ' τη θάλασσα, κι' απ' όλα ταγαθά του κόσμου. Ας είνε καλά ταμπέλια του Θεού. Οι βαρέλλες δεν αδειάζουν ποτέ. Κι' αν αδειάσουν, ξαναγεμίζουν... — Αυτό, που λες, δε θα μαρνηθή ποτέ. Ποτέ δε θα μαρνηθή. Τύφλα νάχουνε γυναίκες κ' υποστατικά και πλεούμενα και παιδιά και σκυλιά. Όλα μαρνηθήκανε και φύγανε. Πάνε. Αυτό δε θα μαφήση, αν δεν ταφήσω.

Τα μουγκρίσματα ακούουν Λειονταριού, κη αυτοί σπαράζουν, Δεν γνωρίζουν και τρομάζουν Στο καλόν τους το πολύ. Ήρωας ο Βοναπάρτης Την Ελλάδα ν' αναστήση Και χωρίς ν' αργοπορήση Πέμπει ένα στρατηγόν· Του Αδριάτου τα πελάγη Τα πλεούμενα γεμίζουν Κάθε λύπην αφανίζουν Κάθε φόβον και κλαυθμόν. Φθάνουσι εις την Κερκύραν, Οι λαοί πανηγυρίζουν Το ελεύθερον γνωρίζουν Και κροτούσι με χαραίς.

Έγερνε να βασιλέψη ο ήλιος και η θάλασσα κρασοκόκκιννη έδινε ζωηρήν εικόνα μιας ναυμαχίας, που χίλια πλεούμενα ανακάτωσαν τον βυθό της και μύριοι νεκροί έβαψαν με το αίμα τα νερά της.

Το χιόνι άρχισε να πέφτη χοντρό, ανάλαφρο στο κατάστρωμα, να κάθεται στα ξάρτια, να πιάνη στα πανιά, να λυώνη κάτω στη σκοτεινή θάλασσα. Τριγύρω έκλεισαν τα ουρανοθέμελα, έσβυσαν τ' άλλα πλεούμενα, εχάθηκαν τα Μπουγάζια. Εχάθηκαν από τα μάτια μας όχι όμως και από την ψυχή μας.

Σύντροφο, μου απαντά με θυμό, για να σου ανοίξω τα μάτια. Τόρα εκατάλαβα! Δεν είχε μόνον μανία στο άλλαγμα παρά κάτι περισσότερο. Ήθελε να φαίνεται στη σκούνα μοναχός καραβοκύρης. Τον έτρωγε το εγώ του. Τόσο εξιπάσθηκε με το καπετανλίκι ο χοντροναύτης που επίστεψε πως ήταν πορφυρογέννητος. Όλα τα ήξευρε και όλα τα ώριζε. Γη, θάλασσα, ουρανός, πλεούμενα όλα δικά του.

Ως και τα γυναικόπαιδά τους και τα χρειασήδια τους τα κατέβαζαν τώρα μαζί τους, κι απ' αυτού αποφαίνεται πως σκοπός τους είταν όχι έτσι να κλέψουν και ν' αρπάξουν, παρά να πιάσουν αλάκαιρες επαρχίες και να το στρώσουν εκεί για πάντα. Δυο χιλιάδες πλεούμενα τους κουβάλησαν από τον Εύξεινο στην Προποντίδα, και κείθε ως στα νερά της Θεσσαλονίκης. Γραφτό τους όμως είτανε να την πάθουν πάλι.

Δεν το κάνει διόλου, για να μην είναι τάχα η γλώσσα του τεχνητή, αφού βλέπουμε πως με την τέχνη του ξέρει περίφημα να μιμηθή τη ζωή την ίδια, το κάνει, γιατί. . . δεν του μέλει. Τι να του μέλει για τέτοιες μικροδουλειές, ενός ποιητή σαν τον Καρκαβίτσα; Ο Καρκαβίτσας τη θάλασσα συλλογιέται, τους αφρούς και τις ομορφιές της, τους πάτους της τους απάτητους, τα πλεούμενα και τα πέλαγα.

Άλλος κανένας χωρισμός δεν αναγκάζει τόσο την καρδιά να δείχνεται χαιράμενη ενώ λυώνει από το φαρμάκι της. Πού να τολμήσης να κλάψης! Έφτασαν τέλος στη Βεγγάζη. Έφτασαν δυο, έφτασαν πέντε, δέκαείκοσι πλεούμενα, παντοπωλεία τα ντεπόζιτα. Έφτασαν κ' έρριξαν κάτω σαν παιδιά τους τις μηχανές, δυο και τέσσερες το καθένα.

Άγριον απλόνεται νησί παρέξω απ' τον λιμένα, ούτε σιμά, και ούτε μακράν της χώρας των Κυκλώπων, σύδενδρο, και αγριόγιδαεκείνο μέσα βόσκουν, αμέτρητα• ότι πάτημα δεν τα εμποδίζει ανθρώπων, ουδέ κει μπαίνουν κυνηγοί, 'που συνηθούντα δάση 120 να δέρνωνται, αναβαίνοντας ράχαις και κορφοβούνια. ποίμνια δεν το σκεπάζουσι, και αλέτρια δεν το σχίζουν, αλλ' άσπαρτο, αναλάτρευτο, και ολόρφανο απ' ανθρώπους ολοκαιρής, είναι βοσκήτα γίδια 'που βελάζουν. τι πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν, 125 ούτ' έχουν πλοίων ξυλουργούς, 'που εκείνων θα εμορφόναν καλόστρωτα πλεούμενα, χρήσιμα να 'ναι εις όλα, 'ς ταις πολιτείαις φθάνοντας, ως τους ανθρώπους βλέπεις το πέλαο να συχνοπερνούν απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• και αυτοί θα τους εσύσταιναν καλόκτιστην την νήσο. 130 κακή δεν είναι• θα 'φερνε κάθε καρπότην ώρα, ότι της λευκής θάλασσαςτην άκρη τα λειβάδια υγρά θωρείς και μαλακά• και άφθαρτ' αμπέλια θα 'χε• και για τ' αλέτρ' είναι ομαλή• τον σίτοτον καιρό του βαθειά πολύ θα εθέριζαν, ότ' είναι η γη παχεία. 135 κ' έχει λιμέν' ακίνδυνον, οπού σχοινιά δεν θέλει, είτε να ρίχνουν άγκυραν, είτε να δένουν πρύμη, αλλ' αραγμένοι προς την γη να μένουν, ως 'που οι ναύταις να ξεκινήσουν πρόθυμα, άμα φυσήση πρύμος. και εις του λιμένα την κορφή νερό καθάριο ρέει, 140 άντρο αποκάτω μια πηγή, και ολόγυρα έχει λεύκαις. αυτού εμπαίναμε• θεός κάποιος μας οδηγούσε, 'ς το σκότος μέσα της νυκτός, 'π' αθώρητα ήσαν όλα. ότι καταχνιά κύκλονε τα πλοία, και η σελήνη δεν έφεγγε απ' τον ουρανό και νέφη την εκρύβαν. 145 και το νησί δεν ξάνοιξε κανείς μας με τα μάτια, ουδέ τα μακρυά κύματατην γην όπως κυλούσαν είδαμε, πριν τα πλοία μαςτην άκρα προσαράξουν. και άμ' άραξαν, εσύραμε κατ' όλα τα πανιά τους, 'ς την γην εβγήκαμε κ' εμείς, και, αφού πήραμ' ολίγον 150 ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.

Δε βαστάω πια την ξενιτειά». Οι γυναίκες κερώσανε. «Βρε αμάν, βρε ζαμάν, του λέει η παπαδιά, εδώ παλληκάρια και παλληκάρια, ντουνιάς ολάκερος στη θάλασσα είδε χαΐρι και προκοπή. Κάνανε βιος και υπόληψη και πλεούμενα δικά τους και του πουλιού το γάλα, ταγαθά του Θεού γεμίσανε το σπίτι τους.