United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι αγύρται εζήτησαν και άλλα χρήματα και μετάξια και χρυσάφια διά να εξακολουθήσουν την εργασίαν των, πλην τα έκρυβαν όλα, και εξηκολούθησαν να δουλεύουν εις τα γεύματα τα άδεια υφαντήρια. Ο βασιλεύς έστειλε κατόπιν άλλον τίμιον υπουργόν να ιδή πώς πηγαίνει η εργασία, και πότε θα τελειώση το ύφασμα.

Άγριον απλόνεται νησί παρέξω απ' τον λιμένα, ούτε σιμά, και ούτε μακράν της χώρας των Κυκλώπων, σύδενδρο, και αγριόγιδαεκείνο μέσα βόσκουν, αμέτρητα• ότι πάτημα δεν τα εμποδίζει ανθρώπων, ουδέ κει μπαίνουν κυνηγοί, 'που συνηθούντα δάση 120 να δέρνωνται, αναβαίνοντας ράχαις και κορφοβούνια. ποίμνια δεν το σκεπάζουσι, και αλέτρια δεν το σχίζουν, αλλ' άσπαρτο, αναλάτρευτο, και ολόρφανο απ' ανθρώπους ολοκαιρής, είναι βοσκήτα γίδια 'που βελάζουν. τι πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν, 125 ούτ' έχουν πλοίων ξυλουργούς, 'που εκείνων θα εμορφόναν καλόστρωτα πλεούμενα, χρήσιμα να 'ναι εις όλα, 'ς ταις πολιτείαις φθάνοντας, ως τους ανθρώπους βλέπεις το πέλαο να συχνοπερνούν απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• και αυτοί θα τους εσύσταιναν καλόκτιστην την νήσο. 130 κακή δεν είναι• θα 'φερνε κάθε καρπότην ώρα, ότι της λευκής θάλασσαςτην άκρη τα λειβάδια υγρά θωρείς και μαλακά• και άφθαρτ' αμπέλια θα 'χε• και για τ' αλέτρ' είναι ομαλή• τον σίτοτον καιρό του βαθειά πολύ θα εθέριζαν, ότ' είναι η γη παχεία. 135 κ' έχει λιμέν' ακίνδυνον, οπού σχοινιά δεν θέλει, είτε να ρίχνουν άγκυραν, είτε να δένουν πρύμη, αλλ' αραγμένοι προς την γη να μένουν, ως 'που οι ναύταις να ξεκινήσουν πρόθυμα, άμα φυσήση πρύμος. και εις του λιμένα την κορφή νερό καθάριο ρέει, 140 άντρο αποκάτω μια πηγή, και ολόγυρα έχει λεύκαις. αυτού εμπαίναμε• θεός κάποιος μας οδηγούσε, 'ς το σκότος μέσα της νυκτός, 'π' αθώρητα ήσαν όλα. ότι καταχνιά κύκλονε τα πλοία, και η σελήνη δεν έφεγγε απ' τον ουρανό και νέφη την εκρύβαν. 145 και το νησί δεν ξάνοιξε κανείς μας με τα μάτια, ουδέ τα μακρυά κύματατην γην όπως κυλούσαν είδαμε, πριν τα πλοία μαςτην άκρα προσαράξουν. και άμ' άραξαν, εσύραμε κατ' όλα τα πανιά τους, 'ς την γην εβγήκαμε κ' εμείς, και, αφού πήραμ' ολίγον 150 ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.

Μήτε κουκούτσι ουσία δεν έκρυβαν τατέλειωτα λόγια τους. Και καθώς όταν πήγαιναν τότες οι Έλληνες στα Μαντεία, δε ρωτούσαν πια για πολέμους και για νίκες, παρά για γάμους και για προικιά, έτσι κι όταν άκουγαν την ανούσια εκείνη ρητορική, βρίσκανε στο τέλος άδειο και το πουγγί τους από χρήματα, και το κεφάλι τους από κάθε ιδέα. Το κακό είταν αρχινημένο από καιρό.

Οι αγύρται έστησαν δύο εργαλεία και ήρχισαν τάχα να υφαίνουν, χωρίς να έχουν πραγματικώς ούτε στημόνι ούτε υφάδι· εζήτησαν μετάξια και χρυσάφια πολυτελέστατα, αλλά αυτά όλα τα έκρυβαν, και εδούλευαν εις τα ψεύματα και χωρίς τίποτε τα εργαλεία, από την αυγήν έως τα μεσάνυκτα. — Ήθελα να εγνώριζα πως προχωρεί το ύφασμα, είπε μέσα του ο βασιλεύς.

Τα καβαλούσαν νέοι με φλογάτα πρόσωπα, όλο αίμα, κοπέλες χλωμές που έκρυβαν το πάθος όπως τ’ αναμμένα κάρβουνα στη χόβολη, και ανάπηροι, τρελοί, δαιμονισμένοι, όλοι με μάτια γεμάτα ζωή και θάνατο. Ο Έφις είχε αποτραβηχτεί λίγο από την εκκλησία, σ’ ένα μέρος που δεν περνούσε πολύς κόσμος.

Πήρε μαζύ του, εκτός από τον Γκορνεβάλη, εκατό ιππότες από μεγάλες γενιές, διαλεγμένους μέσα στους πειο αντρείους, και τους έβαλε και φόρεσαν κοντοκάπια και μαντύες από χοντρά πρόστυχα πανιά, ώστε να μοιάζουν με εμπόρους. Αλλά κάτω από τη γέφυρα του καραβιού έκρυβαν της πλούσιες στολές από διάχρυσο ύφασμα, βελούδο, και πορφύρα, που αρμόζουν στους απεσταλμένους ενός Βασιληά ισχυρού και μεγάλου.