United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευλόγησε τον Τριστάνο και τους εκατό ιππότες που με το καράβι του κινδύνου είχανε πάει να βρουν τη χαρά των ματιών του και της καρδιάς του. Αλλοίμονο! Το καράβι σου κομίζει και σένα, ευγενικέ Βασιληά, το τραχύ πένθος και τα μεγάλα μαρτύρια. Δέκα οχτώ μέρες αργότερα, συνάθροισε όλους τους βαρώνους, και έκανε το γάμο του με την Ιζόλδη την Ξανθή.

Γιατί δε θα πρόφθανα καλά-καλά να ορκιστώ, κι' οι βαρώνοι σου θα ζητούσαν να μου επιβάλετε καμμιά καινούργια δοκιμή, και ποτέ τα βάσανα μας δε θάπερναν τέλος. Αλλά δε θα τολμήσουν πεια, αν ο Αρθούρος κι' οι ιππότες του γίνουν εγγυηταί της δίκης».

Η πόρτες του παλατιού ανοίχτηκαν σε όλο το λαό: πλούσιοι και φτωχοί στρώθηκαν στο τραπέζι, και για να πανηγυρίση την ημέρα, ο Βασιληάς Μάρκος έδωσε την ελευθερία σε εκατό σκλάβους, και ώπλισε με τα χέρια του είκοσι ιππότες, δίνοντάς τους το θώρακα και τάλλα ιπποτικά άρματα.

Πήρε μαζύ του, εκτός από τον Γκορνεβάλη, εκατό ιππότες από μεγάλες γενιές, διαλεγμένους μέσα στους πειο αντρείους, και τους έβαλε και φόρεσαν κοντοκάπια και μαντύες από χοντρά πρόστυχα πανιά, ώστε να μοιάζουν με εμπόρους. Αλλά κάτω από τη γέφυρα του καραβιού έκρυβαν της πλούσιες στολές από διάχρυσο ύφασμα, βελούδο, και πορφύρα, που αρμόζουν στους απεσταλμένους ενός Βασιληά ισχυρού και μεγάλου.

Μολαταύτα ο Βασιληάς εκήρυξε σ' όλη την Κορνουάλλη ότι εντός τριών ημερών, στον Πόρο του Κινδύνου, θάκανε συμβιβασμό με τη Βασίλισσα. Κυρίες και ιππότες, πλήθος, έτρεξαν για την τελετή. Όλοι επιθυμούσαν να ξαναϊδούν τη Βασίλισσα Ιζόλδη, όλοι την αγαπούσαν, εκτός από τους προδότες, τους τρεις που ζούσαν ακόμη.

Κυττάχτε κει εκατό ιππότες από ψηλή γενειά έτοιμους να ορκισθούν στα λείψανα των Αγίων: ότι ο Βασιληάς Μάρκος στέλνει ειρήνη και αγάπη, και ότι το θέλημά του είναι να τιμήση την Ιζόλδη σαν αγαπημένη του νόμιμη γυναίκα. Και ότι όλοι οι άντρες της Κορνουάλλης θα την υπηρετήσουν σαν κυρία τους και σαν βασίλισσά τους

Όλοι τον πέρνουν από πίσω. Γαυγίζει δυνατά, και σκαρφαλώνει κατά την ακτή. Μπαίνει στην εκκλησιά και πηδάει στο βωμό. Ξαφνικά ρίχνεται από την τζαμαρία, πέφτει στα πόδια του βράχου, ξαναβρίσκει τα ίχνη στην παραλία, στέκει μια στιγμή στο θάμνο που είχε κρυφτεί ο Τριστάνος, έπειτα φεύγει για το δάσος. Όλοι συγκινούνται. «Ωραίε Βασιληά, λένε οι ιππότες, ας πάψουμε πεια να τον ακολουθούμε.

Στην αντίθετη όχθη, κει που θα βρίσκωνται οι ιππότες του Βασιληά Αρθούρου, θα την περιμένετε. Δίχως άλλο, θα μπορέστε βέβαια να την βοηθήστε. Η κυρία μου φοβάται την ημέρα της δίκης: μολαταύτα έχει εμπιστοσύνη στην καλωσύνη του Θεού, που την επήρε άλλοτε από τα χέρια των λεπρών». — Γύρισε στη Βασίλισσα, ωραίε γλυκέ φίλε Περινίς. Πες της ότι θα κάνω το θέλημά της».

Αλλά ζητώ το εξής: Να παραγγείλετε στο Βασιληά Αρθούρο να έρθη με τ' άλογό του μαζύ με τον άρχοντα Γκωβαίν, τον Ζίρφλετ, τον αυλάρχη Κε, και εκατό ιππότες ως τα σύνορα της χώρας σου, στον Άσπρο Κάμπο, στην όχθη του ποταμού που χωρίζει τα Βασίλειά σας. Θέλω κει, μπροστά σ' αυτούς να ορκιστώ, κι' όχι μοναχά μπροστά στους βαρώνους σου.

Τότε ήταν ωραίο νάβλεπε κανείς το ανακάτωμα των αλόγων που σωριάζονται χάμω, και τους πληγωμένους υποτελείς, και τα χτυπήματα που έδιναν οι νεαροί ιππότες, και τα χορτάρια, που κάτω από τα βήματά τους, γινόντανε κόκκινα από το αίμα. Μπροστά σε όλους, ο Καερδέν είχεν υπερήφανα σταματήσει, βλέποντας νάρχεται απάνω του ένας τολμηρός βαρώνος, ο αδερφός του κόμητος Ριόλ.