United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τι να γίνη; Ποιος του είπε να μάθη όλα του τα μυστικά; Ποιος του είπε να ξεύρη όλες τις κρυψώνες του: Έπρεπε να το έχη πάντα στον νου. Η φτελιά που πάει και ριζώνει στην όχθη του ποταμού καλά δροσίζει τις ρίζες στο νερό, μεστώνει και θεριεύει και με τη γειτονιά του υπερηφανεύεται.

«Φίλε, σήκωσε το μαντύα σου, κατέβα στο νερό, και βάστηξε τη Βασίλισσα, αν δηλαδή δε φοβάσαι, έτσι τσακισμένο που σε βλέπω, μη λυγίσης στη μέση του δρόμου». Ο προσκυνητής πήρε τη Βασίλισσα στα χέρια του. «Φίλε» του είπε κείνη σιγά. Έπειτα ακόμη σιγώτερα: «Κάνε να πέσης στον άμμο». Σαν έφθασε στην όχθη, εσκόνταψε κι' έπεσε, κρατώντας τη Βασίλισσα σφιγμένη στα χέρια του.

Σαν έφθασαν στην όχθη, η Ιζόλδη ρώτησε τους ιππότες που την συνώδευαν: «Άρχοντες, πώς θα μπορέσω να φθάσω στη στεριά χωρίς να λερώσω τα μακρυά μου φορέματα στη λάσπη; Θάπρεπε νάρθη κανένας πορθμέας να με βοηθήση». Ένας από τους ιππότες φώναξε τον προσκυνητή.

Ο Τούρκος εξηκολούθησεν: — Αυτήν την φορά ήμουν καλά κρυμμένος· και για να του πάρω κάθε υποψία τον αφήκα να περάση το γεφύρι. Και σαν είδα πως καταίβηκε στην όχθη κ' έσκυψε να πιη νερό, επερίμενα ακόμη μια στιγμή, για να μη πάρω το κρίμα στο λαιμό μου... Κ' ύστερα ετράβηξα... — Ω! Άθλιε! Εφόνευσες τον αδελφόν μου!

Επόθησε την ήρεμον μοναξίαν της ανατολικής όχθης. Και η δυτική όχθη είνε ερημική την σήμερον, αλλ' η ανατολική όχθη είνε η μοναξία αυτή. Ούτε δένδρον ούτε χωρίον ούτε ψυχή ανθρωπίνη ούτε κατοικία απλή φαίνεται, ειμή μόνον η σειρά των λόφων των χθαμαλουμένων βαθμηδόν προς την όχθην.

Και τα χείλια του κολλημένα στα χείλια της λευκής παρθένας, με τη δίψα μιας αλάκερης ζωής, ρουφούσαν, ενωμένα σ' ένα νεκταρικό πιοτό, τη ζωή και το θάνατο. Το πρωί οι χωριάτες, που πήγαιναν στα χωράφια, βρήκανε το γέροφιλόσοφο ξαπλωμένο στην όχθη της λίμνης. Το πρόσωπό του ήτανε γελαστό και ήμερο. Το νερό έβρεχε τα πόδια του.

Αλλά ζητώ το εξής: Να παραγγείλετε στο Βασιληά Αρθούρο να έρθη με τ' άλογό του μαζύ με τον άρχοντα Γκωβαίν, τον Ζίρφλετ, τον αυλάρχη Κε, και εκατό ιππότες ως τα σύνορα της χώρας σου, στον Άσπρο Κάμπο, στην όχθη του ποταμού που χωρίζει τα Βασίλειά σας. Θέλω κει, μπροστά σ' αυτούς να ορκιστώ, κι' όχι μοναχά μπροστά στους βαρώνους σου.

Με το καϊκάκι το βράδυ βράδυ προς το ηλιοβασίλεμμα, πλέοντας τη νερατόστρωτη λίμνη, βγήκαμεν από τη Σκάλα του Κάστρου σε μιάμισην ώρα εις τ' αντίπερα βουνό της Καστρίτσας κατά το μύλο του Βεήπ Εφέντη. Ο μύλος τούτος βρίσκεται στα βάθη της λίμνης, κατά την όχθη, μέσα σε πυκνόν καλαμιώνα. Στρέφεται με τα νερά της κι απαντιέται απ' αυτά με ψηλό και κουρασανόχτιστον τοίχο.

Ο Κακαμπός, που έδινε πάντα καλές συμβουλές σαν τη γριά, είπε στον Αγαθούλη: — Δε μπορούμε πια, περπατήσαμε αρκετά, βλέπω μια μικρή βάρκα στην όχθη, ας τη γεμίσουμε κοκοκάρυδα, ας ριχτούμε εμείς μέσα κι' ας αφεθούμε στο ρέμα να μας πάη· ένα ποτάμι φέρνει πάντα σε κάποιο κατοικημένο μέρος. Αν δε βρούμε πράγματα ευχάριστα, θα βρούμε τουλάχιστο πράγματα νέα.

Από την αντικρυνή όχθη, οι ιππότες του Βασιληά Αρθούρου τους εχαιρέτισαν με τ' αστραφτερά τους λάβαρα. Μπροστά τους, ένας κακομοιριασμένος προσκυνητής, καθισμένος στην όχθη, τυλιγμένος στον μαντύα του, άπλωνε το ξύλινο δισκάκι του και με μια στριγγή και θρηνητική φωνή ζητούσε ελεημοσύνη. Η βάρκες των Κορνουαλλών επλησίαζαν.