United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


» Ελάτε όλοιτο Σταυρό » Εδώ να ορκισθούμε, » Ότιόλη μας τη ζωή » Τον Τούρκο θα κτυπάμε, » Και θα τον καταδιώχνουμε, » Καιτα βουνά ας πάμε. » Εκείτα πεύκα, 'ς ταις οξιαίς » Τη 'λευθεριά θα 'βρούμε

Οι βοσκοί θα μας στέλνουν από μακριά τους σκοπούς της φλογέρας τους, ο ήλιος μέσ' απ' τα κλαριά τα φιλιά του. Θα βρούμε τις παλιές μας αγαπημένες σπηλιές απ' αγριόβατα, θα μαζέψουμε μούρα, θα φάμε και θα μελανιάσουν τα χείλη μου και θα κοκκινίσουν τα δοντάκια σου. Κ' η κρουσταλλένια σου φωνή θα μου τραγουδή αγάπης στιχάκια.

Ίσως που πολεμούσε με κοντάρια και με σαΐτες, αντί με μολύβι και με φωτιά. Ίσως που είταν ένας και μοναχός σε μια λάκερη Πόλη. Ένας είταν, κ' ένας μας έμεινε. Σήκω, να πάμε στου φίλου. Ανάπαψη δε θα βρούμε και δω. Ανάγκη δεν είναι να μπούμε από τις πόρτες τις μαρμαρένιες. Μπορούμε, και πρέπει να μπούμε σα σφίγγες από μια τρύπα, και να σύρουμε ίσια στ' αυτί του να του πούμε δυο λόγια.

Εκείνα τα νυσταλέα και σκυθρωπά μούτρα, που προβάλλουν από το παράθυρον και ρίπτουν βλέμμα μίσους και οργής προς τον τροχιόδρομον, φαίνονται ως να του λέγουν: — Δεν θα σπάσης επί τέλους το πόδι σου, διαόλου κωλοσούρτη, να βρούμε λίγη ησυχία; Μία θρονιασμένη εις τον εξώστην, κρατεί γαλλικόν μυθιστόρημα ούτως ώστε να φαίνεται το εξώφυλλον.

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος ξεφορτώσας της κλάρες κάτω και δέσας το ονάριόν του εντός του χαλάσματος, εισήλθε κατάκοπος και εκάθησε χωρίς να ομιλήση, χωρίς να χαιρετίση καν. Η δε Θεια-Σταματίτσα ανοίγουσα εκ νέου την ομιλίαν επανέλαβε: — Χίλιες δραχμές πλειο, χαθήκανε! — Πού να της βρούμε, κυρά συμπεθέρα; Σαν είχα 'γώ χίλιες δραχμές, θα ξαναπανδρευόμουνα! Είπε γελών ο Μπάρμπα-δήμαρχος.

Είναι και τεμπέλης και έχει και κακές συνήθειες, εσύ ο ίδιος το είπες. Εάν όλα αυτά δεν είναι έλλειψη σεβασμού προς εμάς, προς το σπίτι μας, τότε τι είναι; Πες μου εσύ, με το χέρι στην καρδιά….» «Είναι αλήθεια», παραδέχτηκε ο Έφις. «Είναι όμως ακόμη παιδί, το ξαναλέω. Θα πρέπει να τον βοηθήσουμε, να του βρούμε μια δουλειά.

Και ποιος ξέρει, αν δεν θα τα βρούμε μέσ' στην Εκκλησιά, είπε το Μαλαμμώ με εύκολον θάρρος και προς ιδίαν της παρηγορίαν. Έλα, Χριστέ μου, καμμιά καλή Χριστιανή θα ήρθε χτες-προχτές ν' ανάψη τα κανδήλια, και την εφώτισ' ο Θεός και τα κουβάλησε. — Άμποτε!

— Κ' εμένα μου πονεί το βυζί μου, είπεν η λεχώ· άρχισε να κατεβάζη πολύ τώρα. Ήθελα να ήτον ξυπνητό να το βύζαινα. — Ε! τι να γείνη . . . Θα βρούμε κανένα παιδί, είπεν η γραία. — Τι λες, μάνα; Η γραία δεν απήντησεν. Ήθελε κάτι να είπη. Δεν ήξευρε τι να είπη. — Δεν κάνεις τον κόπο νανάψης το κανδήλι, μάνα; — Αν θέλης, σηκώσου συ κι' άναψέ το· δεν έχω χέρια . . . — Πώς!

Και από 'να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη ! Και με όρεξι την τρώει· Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο Να γυρεύομε άλλο τόπο· Καταφύγι δεν μπορούμε Ωραιότερο να βρούμε.

Του μάγερά μας τη γλώσσα θέλω. Πρώτα πρώτα σαν πιο φρόνιμο μ' έρχεται να μιλούμε την ίδια γλώσσα, γιατί αν του μιλήσουμε άλληνα, άξαφνα μπορεί να μη μας καταλάβη και να μη βρούμε φαγί να φάμε· αν ο λαός δε μας καταλάβη, έτσι κι αφτή μας η φιλολογία θα πεθάνη από την πείνα.