United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μουρέ κανάγια δίπλωμα, πατέντα 'γώ σου λέγω, Μισέρ Αγάδες δε ρωτώ' Πασσάδες δε γυρεύω. ΙΑΤ. Έχω πατέντα βίβγια να δγιε τηνε.. 'μπροστά σου, Ορίστε, παρατήρησε ιδές πατέντα........ ΑΣΤ............Στάσου. Αυτ' είναι τζη βενέτικας Τηργιάκας η ρετζέτα. Βρε ιμποστόρα δεν είναι της γιατρικής πατέντα. Δεν γλέπεις το Σαν Μάρκο τζη ζουγράφισμέν' απάνω; Φάσκελα ς' την πατέντα σου!! διαόλου τζαρλατάνο.

Το γεγονός της ημέρας εις το χωριό ήτο η εμφάνισις του υιoύ του Σαϊτονικολή, αγνώστου σχεδόν μέχρι τούδε, όστις ούτω επαρουσιάσθη έξαφνα, μίαν Κυριακήν του 1863, δεκαοκτώ ετών, ανδρούκλακας ως εκεί πάνω, με ανάπτυξιν καταπληκτικήν. Του διαόλου το Σαϊτονικολή, γυιό που τον έκαμε! Είδες μπόι, είδες πλάτες; Και τι έχει να γίνη ακόμη όσο ναντροπατήση!

Ας μην οργώσουμε, ας πεθάνουμε μεις, ας πάμε κατά διαόλου μάννα, η γις τ' ανάσκελα είνε, μονάχα το παιδί μου, κυρ γιατρέ, να γλυτώσης, το παιδάκι μου, κυρ γιατρέ!... Και τα μάτια της κοκκίνησαν και δάκρια κυλούσαν στα χλωμά μάγουλά της. Ο άντρας της, στο πλάι της απόμεινε πάντα αμίλητος και πιο στενοχωρημένος.

Συγχρόνως ο Μανώλης εψιθύρισεν ανατείνων την κεφαλήν με την προσπάθειαν να τον ακούση μεν ο μικρός αυθάδης, να μη τον ακούσουν δε ο Στρατής και η Πηγή: — Του γέρου διαόλου θα σε δώσω, τσίλαρο! Διά να φέρη δε ένα αντιπερισπασμόν εις την ταραχήν του είπε προς τον Στρατήν: — Είχα μια μάνικα όντεν' ήρθα, απού δεν ήφεγγα να σάςε 'δώ.

Κιο ξανθός πειρασμός είχε μια επιμονή τον διαόλου. Από το άλλο μέρος η μάνα μου δεν ησύχαζε, αλλά φαίνεται ότι μέρα και νύχτα ο νους της δούλευε για ναύρη τρόπο να μαποσπάση από το Βαγγελιό για πάντα. Τα λόγια δεν της φαινόντανε αρκετά. Μια μέρα μου λέει: — Τα ωζά μας είνε στον Αμαλό. Δεν πας και συ να περάσης μάκιες μέρες, να δης πως διάγουν οι βοσκοί; Θα χορτάσης και γαλατερά που ταγαπάς.

Του παίρνω τότες και τα φουσεκλίκια κ' εκεί που ξεψύχαε γυρίζω και του λέω: «Ε, ωρέ αγά, πάρτα τώρα εσύ και τα ρύζια και τ' άλογα κι άει κατά διαόλου». Και τ' απαριάζω όλα ουδ' εκεί στην ερημιά και κάνω μοναχός μου έτσι για τον κατήφορο γλήγορος. — Και τώρα; — Τώρα να σκωθούμε και να φύγουμε, θα μας γνωρίσουν τ' άλογα και θα λα μας πιάκουν. — Να φύγουμε!

Πού να τον δης; Σα σε πιάση η σφίξη βλέπουμε, τι θαρρείς, τραχανολόγε του διαόλου! Τέτοια πραμματάκια σαν κι εσάς νάχα στον πόλεμο, πρόκοβα. Ο λεβέντης που άμποχνε τα ξύλα και τα κάρβουνα με τις χερούκλες του και φυσούσε με φουσκουμένα μάγουλα τη φωτιά και τον περίχυναν οι σπίθες φωτεινές στο ξανθόμαλλο κεφάλι του, αποκαρώθηκε.

Μας το λέει διαρκώς και θέλει να μας παραστήση όλους τους άνδρες για διαβόλους που οφείλομε να τους αποφεύγωμε. ΚΛΕΟΝΤ Μου λες αλήθεια, Λουκίλη; ΚΛΕΟΝΤ Α! Λουκίλη, πώς με μια λέξι από το στόμα σου ξαίρεις να γιατρεύης όλους τους πόνους της καρδιάς μου, και με πόση ευκολία πιστεύομε εκείνους που αγαπούμε! ΚΟΒΙΕΛ Πώς ξαίρουν να μας καταφέρουν αυτές οι γυναίκες του διαόλου!

Εκείνα τα νυσταλέα και σκυθρωπά μούτρα, που προβάλλουν από το παράθυρον και ρίπτουν βλέμμα μίσους και οργής προς τον τροχιόδρομον, φαίνονται ως να του λέγουν: — Δεν θα σπάσης επί τέλους το πόδι σου, διαόλου κωλοσούρτη, να βρούμε λίγη ησυχία; Μία θρονιασμένη εις τον εξώστην, κρατεί γαλλικόν μυθιστόρημα ούτως ώστε να φαίνεται το εξώφυλλον.

Ο δε Στρατής παρετήρει άναυδος τον Μανώλην και εφαίνετο ότι μετά δυσκολίας συνεκράτει μίαν φράσιν: — Εκουζουλάθηκες. μωρέ; — Μα είντα διαόλου δέσιμο θα μου κάμη δεν καταλαβαίνω, επέμεινεν ο Μανώλης. Καταλαβαίνεις απατός σου, Στρατιό; Αλλ' ο Στρατής ανεπήδησεν. — Είντα λόγια 'ν' αυτά που λες! ανεφώνησε. Σα δε κατές να μιλής να μη μιλής! — Είντά 'πα! είπεν ο Μανώλης κατάπληκτος.