United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και η Καλιώ δεν είχε συμφέρον να γνωσθή ότι ο Μανώλης εστράφη προς την κόρην της μόνον αφού οι Θωμαδιανοί του έδειξαν και μάλιστα κατά τοιούτον τρόπον ότι δεν τον ήθελαν. Ο δε Σαϊτονικολής εσκέπτετο ότι η διακοπή εκείνη ήτο επί τέλους και ένας τρόπος διά να παύσουν τα επεισόδια με τον Στρατήν και με τον Θωμάν και ούτω θα παρήρχετο ο μέχρι του γάμου καιρός ήσυχα και ατάραχα.

Όπου και αν επήγαινεν η Μαργή, κατά τας εορτάς ιδίως, τον συνήντα ενώπιόν της, όπου και αν εστρέφειο αντίκρυζε τους οφθαλμούς του, σπινθηροβολούντας, αλλά και ικετευτικούς. Ο Μανώλης την ηγάπα όσον εμίσει τον Στρατήν, τον Θωμάν και την Πηγήν. Το προς εκείνους σφοδρόν μίσος του μετετράπη εις σφοδρόν έρωτα προς την κόρην της χήρας. Την ηγάπα, διότι εμίσει την Πηγήν.

Και περιβαλούσα αυτόν με τους βραχίονάς της τον ημπόδιζε να κάμη χρήσιν του όπλου του. Στραφείσα δε συγχρόνως προς τον Μανώλην του εφώναξε: — Φύγε, φύγε! Ο Μανώλης, όστις εστέκετο ως απολιθωμένος και παρετήρει ηλιθίως τον φρυάττοντα Στρατήν, απεμακρύνθη με βαθμηδόν αυξάνουσαν ταχύτητα.

Η Πηγή ήτο εκεί, αλλά δυστυχώς δεν ήτο μόνη. Ο Στρατής, ιστάμενος παρά τον σταμνοστάτην, έπλυνε το τουφέκι του, η δε αδελφή του σκυμμένη εις την εστίαν κατεγίνετο ν' ανάψη φωτιάν. Όταν είδε τον Στρατήν, ο Μανώλης εστάθη προς στιγμήν αμφιρρέπων και σχεδόν έκαμε κίνημα οπισθοχωρήσεως.

Μόνον δε όταν έφθασεν εις απόστασιν εκ της οποίας ηδύνατο να περιφρονήση και σφαίραν, εστράφη και είδε τον Στρατήν να γρονθοκοπή και να λακτίζη την αδελφήν του εντός του κήπου. Το θέαμα τον ελύπησεν, αλλ' η ανάμνησις των επιμόνων αρνήσεων της Πηγής εις τας προτάσεις του έδωκεν εις την ανανδρίαν του μίαν δικαιολογίαν· και ανακινήσας τους ώμους είπε: — Καλά τα παθαίνει ... ας φαωθούνε.

Η περίπτυξις του Μανώλη εχαλαρώθη διά μιας, η δε Πηγή δυνηθείσα ούτω να διαφύγη ετράπη εις φυγήν. Αλλ' ο Μανώλης, αφού παρετήρησεν εις τα πέριξ και δεν είδε τον Στρατήν, έδραμε κατόπιν αυτής και εις το άκρον του αγροκηπίου την συνέλαβεν, — Άφησέ με, Μανώλη, γιατί θα σκοτωθώ, είπεν η κόρη ασθμαίνουσα και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Αλλ' ο Μανώλης ούτε ήκουεν, ούτε έβλεπε πλέον.

Άλλως τε τώρα και αυτή βοηθούσα τον Στρατήν εις το θέρισμα και το αλώνισμα ολίγον έμενεν εις το χωριό. Πλησίον δε του Στρατή ήτο περισσότερον απροσπέλαστος παρά πλησίον του πατρός της. Απελπισία και αγανάκτησις αγρία κατελάμβανε διαδοχικώς τον Μανώλην.

Επανειλημμένως μετά την ηρωικήν εκστρατείαν του, η οποία κατέληξεν εις την οικίαν του Θωμά και εις την λογομαχίαν του με τον Στρατήν, συνηντήθη με τον Τερερέν, αλλά δεν απετόλμησε να εκτελέση τας αποφάσεις του. Το βλέμμα του μάγου του έφερεν ακατανόητον ατολμίαν.

Συγχρόνως ο Μανώλης εψιθύρισεν ανατείνων την κεφαλήν με την προσπάθειαν να τον ακούση μεν ο μικρός αυθάδης, να μη τον ακούσουν δε ο Στρατής και η Πηγή: — Του γέρου διαόλου θα σε δώσω, τσίλαρο! Διά να φέρη δε ένα αντιπερισπασμόν εις την ταραχήν του είπε προς τον Στρατήν: — Είχα μια μάνικα όντεν' ήρθα, απού δεν ήφεγγα να σάςε 'δώ.