United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανεφώνησέ τις όπισθέν μου, εξαφανίζων τας σιγηλάς εικόνας της φαντασίας μου. Ήτον ο κ. Π. με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν, τους οφθαλμούς πάντοτε ηδονικώς προσηλωμένους επί το άκρον του σιγάρου του, αλλ’ ιστάμενος τώρα. — Ακριβώς το ίδιο πράγμα κάμνω κ' εγώ, είπεν, αλλ’ όταν είμαι εις την Καλκούτταν. Όταν δεν είμαι εις την Καλκούτταν, ταξειδεύω. Και όταν ταξειδεύω, δεν ημπορώ να σταθώ.

Ο Μανώλης, ιστάμενος παρά τον ξύλινον στύλον, όστις υπεβάσταζε την στέγην, την παρετήρει ως να την έβλεπε πρώτην φοράν η δε Πηγή τόσον είχε σαστίση, ώστε επηγαινοήρχετο ζητούσα διά την μέλλουσαν πενθεράν της καθέκλαν, ενώ ήσαν δύο προ αυτής. — Άδικο θάχε δα, Μανώλη, ο Στρατής αν ερχόνταν αυτή την ώρα; είπεν η Σαϊτονικολίνα. — Ας ερχόντανε, απήντησε με προκλητικόν πείσμα ο Μανώλης.

Ετοποθέτησε την λάμπαν· ημείς εκαθήσαμεν, και ο κυρ-Στρατής ιστάμενος ενώπιόν μου, εξηκολούθει: — Μία οικογένεια, που λες, επέμεινε σήμερα έξω να κάμη μνημόσυνον. 'Σ πολλά έτη όμως, που ο παππάς εστάθη παλληκάρι· αν και η οικογένεια έλεγεν ότι είχεν έγγραφον από την Μητρόπολιν. — Για να σου πω, κυρά μου, είπεν ο παππάς.

Η Πηγή ήτο εκεί, αλλά δυστυχώς δεν ήτο μόνη. Ο Στρατής, ιστάμενος παρά τον σταμνοστάτην, έπλυνε το τουφέκι του, η δε αδελφή του σκυμμένη εις την εστίαν κατεγίνετο ν' ανάψη φωτιάν. Όταν είδε τον Στρατήν, ο Μανώλης εστάθη προς στιγμήν αμφιρρέπων και σχεδόν έκαμε κίνημα οπισθοχωρήσεως.

Γι' αυτό, σε λέγω, μην τον ζητάς μέσα στην Πόλι, μην τον ζητάς στα μακρυά. Θενάναι κανένας χωριανός, κανένας εδικός σου. Η μεγάλη περιέργεια μεθ' ης προσείχον εις τα γινόμενα μ' έκαμε φαίνεται να λησμονήσω, ότι ήμην κατάσκοπος μέχρι τούδε και να ερεισθώ βαρύτερόν πως επί της θύρας του κηπαρίου. Πριν ή το εννοήσω, η θύρα ηνοίγη μετά τρυγμού, κ' εγώ εφωράθην ιστάμενος όπισθεν αυτής.

Πέριξ αυτής και του Αλεξάνδρου φαίνονται διάφοροι έρωτες μειδιώντες• και είς μεν εξ αυτών, ιστάμενος όπισθεν της νύμφης, σύρει από την κεφαλήν της την καλύπτραν και δεικνύει προς τον γαμβρόν την Ρωξάνην, άλλος δε ως θεράπων αφαιρεί το σανδάλιον εκ του ποδός της διά να την βοηθήση να κατακλιθή.

Ενώ δε εθρήνει, τω ήλθεν ύπνος και τω εφάνη εις το όνειρόν του ότι θεός τις, ιστάμενος πλησίον του, τον ενεθάρρυνε και τω υπέσχετο ότι δεν έμελλε να πάθη τίποτε ανθιστάμενος εις τον στρατόν των Αραβίων, καθότι αυτός θα τω έπεμπε βοηθούς.

Ομοίως και ο Στάθης ο Μπόζας ο βοσκός έμεινε με το μικρόν κοπάδι του κολοβόν και ακρωτηριασμένον, άμα έχασε τας δύο αίγας, τας οποίας έβλεπεν ιστάμενος επάνω εις την κορυφήν του βράχου, κρατών την υψηλήν μαγκούραν του, και ο ίσκιος του έπιπτε μακρός εμπρός του, και η κεφαλή του εφαίνετο πέραν εις μεγάλην εξοχήν του βράχου, μόλις διακρινομένη και χανομένη, καθόσον ο ήλιος εχαμήλωνεν ολονέν εις την δύσιν.

Εκωπηλατούμεν ημείς οι ίδιοι. »Ο Καίσαρ, ιστάμενος παρά το πηδάλιον, έψαλλε προς τιμήν της θαλάσσης ύμνον συντεθέντα και τονισθέντα υπ' αυτού και του Διοδώρου. Και εγώ, δεν ηξεύρεις τι έκαμα; Εσκεπτόμην σε, εστέναζα διά σε και θα ήθελα να λάβω την θάλασσαν εκείνην, και όλα και να τα δώσω εις σε.

Τελείωσε! λέγει είς των γραμματέων· η εκλογή είνε δική μας. Εις το τρίτον είμεθα πρώτοι, εις το πέμπτον . . . . . Αλλά διακόπτει την ενθουσιώδη απαρίθμησιν είς των επί τούτω απεσταλμένων εις την διαλογήν ταχυδρόμων, εισερχόμενος μελαγχολικός, και ιστάμενος άφωνος παρά την θύραν. — Α! να ο Αλής! λέγει ο υποψήφιος. Από πού έρχεσαι; — Από το πρώτον. Μας έφαγαν οι άτιμοι!