United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μανάρας ήταν από τοις πλούσιοι χωρικοί· πολύ έξυπνος και πολύ άξιος άνθρωπος, εφημηζότανε και για πολύ τολμηρός λαθρέμπορος. Ο παππάς Συνέσιος εβυθίσθηκε σε ύπνο βαθύ και μόνο αργά πλιο, απόσπερνα, ήλθε το Βαγγελάκι κ' εμπήκε στην κάμαρά του, όπου έμεινε πολλή ώρα.

Ξεπέζεψα μια στιγμή και κάθησα στον καφενέ· ήρθε ο παππάς να μου κουβεντιάση κι αμέσως να μου δώση ροδάκινα, ρόδια, βασιλικό. Το χρέος μου, λέει, είναι ναγαπώ τους αθρώπους. Να μην ξεχάσω και τις γριές. Από την Παρκιά έφυγα πολύ πρωί για τη Σάντα Μαρίνα· πείνασα στο δρόμο. Μπήκα σ' ένα χαμηλό πρόστυχο σπιτάκι. Μου σερβίρισε η γριά ό τι είχε, ψωμί, τυρί, σταφύλι και καφέ.

Την καινούρια την Ακρόπολη, στοχάζουμουν τώρα, ποιος και πού θα μας τη χτίση; Τους καινούριους μας τους θεούς σε τι βουνό, σε τι μέρος θα τους διούμε! Ταξίδεψα μ' έναν παππά. Πολύ άξιος, προκομμένος παππάς, σπουδασμένος, με τρόπους ωραίους, δάσκαλος στη Σαντορίνη, ήξερε κι από δημοτική.

Και εχαιρέτα ο ιερεύς τους χωρικούς. «— Καλή 'μέρα, Κυρ Γιάννη. — Ώρα καλή, κυρά Θάναινα. — Η ευχή σου, παππά μουΠροφανώς είχον πάντες διάθεσιν δι' εκτενεστέραν συνδιάλεξιν, αλλ' ο παππάς εβιάζετο.

Το γράμμα εκείνο εφάνη εις την νέαν ότι περιέκλειε πράγματι την τύχην της, την οποίαν από τόσον χρόνον επερίμενε πότε να έλθη. — Έλα να μας ξαναγλώσης το γράμμα, παππά! Ο παππάς, ο γείτων, ανέβη στο σπίτι του μπάρμπα-Στεφανή, και «ξανάγλωσε» το γράμμα. Η επιστολή ήτον πράγματι από τον Θανάσην, κ' έγραφεν ότι μετά ένα μήνα έρχεται.

Ο παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; — καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή. — Θάρθη μαζί κ' η μάνα τους; — Βέβαια . . . πιστεύω, είπεν ο παππάς.

Ο μαστρο-Στεφανής, αγαπών τα αστεία, συνήθιζε να λέγη : — Μα όλοι μαζί, Χριστιανοί μου; . . . Τα ίδια που παθαίνει ο παππα-Μακάριος, ο πνεμματικός, της παραμονές των Χριστουγέννων και την Μεγάλη Βδομάδα . . . Ολονών τα κρίμματα προφταίνει ένας παππάς, όσον κι' αν πιάν' η ευκή του, να τα σχωρέση μονοκοπανιά; . . . Τι να κάμη κ' εκείνος, το λοιπόν; . . . «Βαφτίζω και μυρώνω . . . »

Πικρόχολος τοξότης, αλλά και τι γλυκός!... αν δε κι' ο Έρως βίον δεν μας χαρίζη άλυπον, όμως για να 'μιλήσω σαν μαθηματικός εκείνος μένει μόνον πηλίκον και κατάλοιπον. Λατρεία προς τον Έρωτα με όσα κι' αν του ψάλλω, κι' ο Πάππας 'στήν εικόνα του γονατιστός ας στέκεται, και δι' εμέ καλλίτερον δεν είναι σύμπλεγμ' άλλο παρ' όταν ένας Σάτυρος με Νύμφην περιπλέκεται.

Είχε κοντοτελειώσει της ευχές του αρραβώνα όταν ακούσθηκε χτύπημα στην πόρτα σαν βροντή και κατόπι άλλο και άλλο και μια φωνή «εν ονόματι του νόμουΜε φόβο και τρόμο εκύτταξε ο ένας τον άλλονε, όταν ο παππάς Συνέσιος επλησίασε την πόρτα και την άνοιξε.

Η καθεμία ήθελε ν' ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ' αναγνωρίση, καθώς απηγγέλλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατά του παππά, κι' ο παππάς αν ήθελε να φάγη κι' άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με της ενορίτισσαις.