United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο Μηριόνης τρέχοντας κατόπι τον προφταίνει, 65 και μια του δίνει κονταριά δεξά στο κωλομέρι, π' αντίκρυ ο στόκος πρόβαλε, στο κόκκαλα από κάτου, κατά τη φούσκα. Κι' έπεσε στο γόνα ξεφωνώντας, και χάρος κατασκότεινος του σφάλησε τα μάτια.

Και αν κανένα, απ' όσα λέγει, Το δέχετ' άλλος και του το στρέγει, Τα ψέμματά του διπλά αρμαθιάζει, Με γληγοράδα τ' απανωτιάζει· Σα να φοβούταν μην υποφτέψουν Αλήθιαν είπε, και τον πιστέψουν. Μεγάλη ανάγκη τον καταφέρει Μια κάπια αλήθια να αναφέρη. Μον δεν προφταίνει να την προβάλη, Κανείς δε μνήσκει αυτί να βάλη· Και τον αφίνουν προμού ακόμα Καλαρχινήση ν' ανοίξη στόμα.

Και ξεκινώντας η θεά τον Έχτορα προφταίνει, μ' όμια μορφή και μ' άσπαστη λαλιά σαν του Δηφόβου, και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγια «Πολύ σε τυραγνά, αδερφέ, το βλέπω, ο Αχιλέας που έτσι τριγύρω στο καστρί σε κυνηγάει με πείσμα. 230 Μόνε ας σταθούμε τώρα οι διο... και σαν κοπιάσει, βλέπει

Να κοιμηθής γλυκά-γλυκά γιατ' είσαι αποσταμένος, Και σαν ερθούν ταδέρφια μου τον κόσμου οι αντρειωμένοι, Πέρνεις τα Μήλα τα Χρυσά και φεύγειςτην καλή σου. Κοιμάται. Κ' η Πεντάμορφητα παραθύρια βγαίνει, Παίρνει 'ςτό χέρι αργόχειρο και γλυκοτραγουδάει. Να κι' άξαφνα ξαγνάντεψαν τ' αδέρφια της 'ςτόν κάμπο, Κι' απαρατάει τ' αργόχειρο και πάει και τους προφταίνει.

Ξαπλόνεται, γκυλίεται, Κι' αφέντης πλιο λογέται· Μόν η Αλπού, που όλο Υπόφτευε το δόλο, Σαν πόνηρη ερευνόντας, Καλά παρατηρόντας Από το ένα αυτί του Την ψεύτικη στολή του, Κι' από το γκάρισμά του Την τέλια γαϊδουριά του· Σωστά βεβαιομένη, Την είδησι προφταίνει Ευτύς του νοικοκύρι, Οπού είχε παραδείρει, Πολλά περιπατόντας, Το γάιδαρο ζητόντας Κι' οπού σαν το μαθαίνει; Τον πιάνει και τον γδαίνει, Του βάνει το σαμάρι, Και πάλε σα γομάρι Στο σπίτι του τον φέρει, Και, ως έπρεπε, τον δαίρει·

Ταριστερό φτερούγι του Βελισάριου ως τόσο άρχισε να στενοχωριέται. Μια στιγμή μάλιστα έσπασαν και σκορπιστήκανε. Βλέποντας αυτό το πάθημα οι Ούνοι τρέχουν καβάλλα καταπάνω στους Πέρσους. Προφταίνει όμως ο Φάρος με τους Ερουλούς του, πέφτει στα πισινά τους, και τους κομματιάζει καθώς έφευγαν τρομασμένοι. Έγινε τώρα η προσβολή γενική. Γέμισε ο τόπος Πέρσους νεκρούς.

Δύο τρία φιλιά μόλις προφταίνει να της δώση ακόμα στα χλωμά της μάγουλα. Κι αυτά βιαστικά, σα να της τάκλεφτε. Δυο φιλιά; Τι να της κάμουν αυτής δυο φιλιά· πως να την παρηγορήσουν; Κ' η γις κι ο κόσμος όλος της φαίνεται, πως βυθίζεται μπροστά στα ποδάρια της.

Μα εκεί π' αφτά λογάριαζε στο νου του, να! κοντά του προφταίνει η κόρη του Διός που στέκει και του κάνει «Γιε του λιοντόψυχου Τυδιά, καιρός πια να τραβήξεις κατά τα πλοία, μήπως πας κυνηγημένος κιόλας, 510 αν άλλοςπου μπορείθεός σηκώσει και τους Τρώες

Και πού να με τρομάξη, που άλλη ελπίδα δεν έχω! Ψεύτικη ελπίδα κι αυτή! Αν είτανε βλαστάρι τρυφερό η ζωή μου, ένας του ανασασμός θα με μάραινε, μια του δρεπανιά θα με θέριζε. Τον παρακαλείς το Χάρο, και δε σε παίρνει. Τονέ φοβάσαι, σαΐτα γίνεται και σε προφταίνει. Να τα τα τρία καντήλια, να το το τρίδιπλο μνήμα. Να το το χώμα που τα μαυροτρώει τα σπλάχνα μου!

Τον πήρε όμως της Αθηνάς το μάτι τον Απόλλο πως το Διομήδη αδίκησε, και τρέχει και του δίνει το καμοτσί, και δύναμη ξαναφυσάει μες στ' άτια. 390 Έπειτα ξέχειλη θυμό τον Έβμηλο προφταίνει και του τσακίζει το ζυγό· κι' όξω τα ζα απ' τη στράτα τα άτια του φέβγουν, και μαζί γλυστράει και πέφτει τ' ατιμόνι.