United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τζατσίντο κοίταζε τις γυναίκες που πήγαιναν στη λειτουργία, αυστηρές, αλύγιστες, με τετράγωνα, χλωμά πρόσωπα πλαισιωμένα από γυαλιστερά μαλλιά σαν μαύρο σατέν, με τα σφυρά γυμνά σαν της ελαφίνας, με όμορφα πασούμια στολισμένα με άνθη. Καθισμένες στο πάτωμα της εκκλησίας, με τους κόκκινους κορσέδες τους, σκεπασμένους με κεντημένα μαντήλια, έδιναν την εντύπωση ενός ανθισμένου κάμπου.

Ας μην οργώσουμε, ας πεθάνουμε μεις, ας πάμε κατά διαόλου μάννα, η γις τ' ανάσκελα είνε, μονάχα το παιδί μου, κυρ γιατρέ, να γλυτώσης, το παιδάκι μου, κυρ γιατρέ!... Και τα μάτια της κοκκίνησαν και δάκρια κυλούσαν στα χλωμά μάγουλά της. Ο άντρας της, στο πλάι της απόμεινε πάντα αμίλητος και πιο στενοχωρημένος.

Εδώ είταν ερημιά και κρύο, στα κλαδιά των δέντρων φαινόντανε χλωμά ανοιχτοπράσινα σημάδια, που λάμπανε σταχτεροκίτρινα, οι ιτιές είταν γεμάτες χνουδωτά ανθάκια, η χλόη κρεμότανε κάτω από τα ξερόφυλλα κ' οι ανεμώνες, που μέσα στη στεριά είτανε πια μαδημένες, εδώ ανθίζανε λευκογαλάζιες κάτω από τους κλάδους των χαμηλών λεφτοκαριών.

Γύρω μας άνθιζαν οι πασκαλιές γεμίζοντας τον αέρα με τη μυρουδιά τους και στον αχνό, φωτεινό ουρανό έπλεε το νέο φεγγάρι, δίχως να φωτίζη, κολυμπώντας μόνο μέσα στο γλαυκό, που άπλωνε πλατύν, απέραντο το θόλο του, όπου τα χλωμά άστρα δοκιμάζανε να φεγγοβολήσουνε, χωρίς όμως να κατορθώνουνε να σκίσουνε τη νύχτα.

Τα χρόνια περνούσαν. Τα βότανα και τα μαντζούνια των γιατρών δε λείψανε μια μέρα απ' το προσκέφαλο του μικρού. Μα το βασιλόπουλο δεν ήθελε να πάρη απάνω του, σα να το έτρωγε κάποιο μυστικό σαράκι. Μεγάλωσε με τον καιρό, έγινε παλικάρι, μα τα μάγουλά του ήσαν πάντα χλωμά, τα μάτια του βαθουλωμένα, το κορμί του αδύνατο και αχαμνό.

Δύο τρία φιλιά μόλις προφταίνει να της δώση ακόμα στα χλωμά της μάγουλα. Κι αυτά βιαστικά, σα να της τάκλεφτε. Δυο φιλιά; Τι να της κάμουν αυτής δυο φιλιά· πως να την παρηγορήσουν; Κ' η γις κι ο κόσμος όλος της φαίνεται, πως βυθίζεται μπροστά στα ποδάρια της.

Το πρόσωπό του ωστόσο ήτανε όμορφο κ' ευγενικό, με κάτι βαθειά, μεγάλα, ουρανιά μάτια, είχε τα ξανθά του μαλλιά μακρυά και ακτένιστα, σκορπισμένα στους ώμους, τανάρηα του γένεια σκέπαζαν σαν χνούδι τα χλωμά μάγουλά του, και το πλατύ κερένιο μέτωπό του, νέον ωστόσο, ήτανε ωργωμένο από βαθειές ρυτίδες.

Από στιγμή σε στιγμή από τα γυαλιά του παραθυριού χύνουνταν ξαφνικά απέραντη λάμψη αστραπής, η κάμαρα τότε φωτίζουνταν φανταστικά, πλημμύριζε από στιγμοφώτιστα κύματα χλωμά και θαμπωτικά, ύστερα οι σκιές ξανάπεφταν τρεμουλιαστές τριγύρω, και μέσα σε ολίγων λεφτών φριχτή σιγή, ένιωθε κατάβαθα της καρδιάς της τον ανατιναγμό της φοβερής βροντής που απλόνουνταν με τρομαχτικό μεγαλείο στ' ουρανού τα πλάτη σε βροντώδη κύματα που ξεκούφαιναν ενώ ο άνεμος έκανε να τρίζουν τα γυαλιά του παραθυριού, σα να χόρευε· το σπίτι από σεισμό.

Πώς ήλλαξε το πράγμα; Την Ροζαλίναν, που ως χθες την αγαπούσες τόσον, την ελησμόνησες ευθύς; Των νέων η αγάπη λοιπό δεν είναιτην καρδιάν; 'ς τα μάτια μόνον είναι; Χριστέ και Παναγία μου! Διά την Ροζαλίνα τα μάγουλά σου τα χλωμά αυλακωμένα ήσαν! Τόσα πικρά σου δάκρυα επήγαντα χαμένα, αφού ως και την πίκραν των την έχεις ξεχασμένην.

Οι άλλες λεύκες τίναζαν τα ξερά και μαραμένα φύλλα τους σαν δάκρυα μέσα στο ήσυχο το ρέμα· τα σπάρτα ξέχασαν τα χαρωπά παιγνιδίσματα με τις χρυσές ακτίνες και μόνο ταγκαθωτά φύλλα τους έτριζαν λυπητερά με τις άγριες πνοές· οι καλαμιές, σαν γερόντισσες ξερακιανές, τρέκλιζαν με τις αύρες που τους ζητούσαν ερωτικά παιγνίδια, γαργαλίζοντας τα χλωμά και στεγνωμένα φύλλα τους.