United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το όνομα αυτό όμως δημιούργησε ένα τρομαχτικό κενό τριγύρω και ο Έφις είδε τη Νοέμι να πετιέται όρθια αναστατωμένη∙ ωχρή από θυμό και μίσος. «Έστερ!», είπε με τραχιά φωνή. «Είχες ορκιστεί να μην ξαναπροφέρεις το όνομά τουΚαι βγήκε, σαν να την έπνιγε η οργή. «Ναι», μουρμούρισε η ντόνα Έστερ, σκύβοντας στο αυτί του Έφις. «Τόσο τον μισεί που μ’ έβαλε να ορκιστώ ότι δεν θα ξαναπώ το όνομά του.

Αχ! δόσε Θε μ', δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ισκιόνη, να προστατεύη και να ομορφαίνη τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και κρουσταλλένια! Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο, και λέει στη Μαριανθούλα: — Σήκου, κυρά μ', καλή μέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα ξυπνήσωμε πολύ ταχυά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!...

Τον αφήκαν εκεί οι συντρόφοι του για νεκρό, και δεν προφτάξανε μήτε να τονε θάψουνε, για την καλή του την τύχη. — Τώρα πια που κατάντησα τέτοιο σκιάχτρο, πού με παίρνετε σεις γαμπρό! Τους λέει με τρομαχτικό χαμογέλοιο, καθώς στεκότανε με τρεμουλιαστά πόδια. Λάτε, στρώστε μου να πλαγιάσω, και να σας ευκηθώ την καλή χρονιά! Εγώ ξημερώνουμαι δεν ξημερώνουμαι.

Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου Ανέμιζε τρομαχτικό, και ΄ς το ξεδίπλωμά του Λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαινε ο Άη Γηώργης Με τ' άγριό του τ' άλογο κρατώντας καρφωμένο Τ' άσπλαχνο το κοντάρι του ΄ς το διάπλατο λαρύγκι Του φοβερού του δράκοντα που δέρνεται ΄ς το χώμα.

Άλλη φωνή δεν άκουγα Παράτο λόγκο πέρα Φώναζε ο μαύρος κόρακας, Και το βουνό βογγούσε Απ' τη βραχνή του τη φωνή. Η λίμνη ηρεμούσε, Κι' αντάρα 'πό τα Γιάννινα Σκοτώνταντον αθέρα. Ρίχνωτα Γιάννινα ματιά Και βλέπω όλο μαυρίλα, Κ' εφαίνονταν εδώ κ' εκεί Αι φέξαις αναμμέναις, 'Σάν να ήτανε κολοφωτιαίς 'Στό λόγκο 'σκορπισμέναις. Τι θέαμα τρομαχτικό! Τι μαύρη ανατριχίλα!

Ο Αγαθούλης, περισσότερο από συμπάθεια παρά από φρίκη, έδωσε σ' αυτόν τον τρομαχτικό ζητιάνο τα δύο φιορίνια, πούχε λάβει από τον έντιμο του αναβαφτιστή, τον Ιάκωβο. Το φάνταγμα τον εκύτταξε στα μάτια, δάκρυσε και ρίχτηκε στο λαιμό του. Ο Αγαθούλης τρομαγμένος πισωδρόμησε. — Αλλίμονο! είπεν ο ένας άθλιος στον άλλον άθλιο, δεν αναγνωρίζετε πια τον αγαπημένο σας Παγγλώσση; — Τι ακούω!

»Τότ' εξεφύτρωνες σαν κυπαρίσσιτα καταράχια μας τρομαχτικό, Τον ίσκιο σου έστελνες να φοβερίση Κάτου τα Σάλονα ... και τώρα εδώ.» »Ο Ζάχος έπεσε .. κήταν γραμμένο Εγώ, Αστραπόγιαννε, πάλ' ορφανό Το ξυλοκρέββατο για σε να γένω Για σε, πατέρα μου, γη να ζητώ