Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου Ανέμιζε τρομαχτικό, και ΄ς το ξεδίπλωμά του Λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαινε ο Άη Γηώργης Με τ' άγριό του τ' άλογο κρατώντας καρφωμένο Τ' άσπλαχνο το κοντάρι του ΄ς το διάπλατο λαρύγκι Του φοβερού του δράκοντα που δέρνεται ΄ς το χώμα.
Όλη τη νύχτα εβάσταξε ο θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα είδα το κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήσαν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο εκεί ήταν δίχως μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε κ' εκρατούσε καρφωμένο στην άγκυρά του ένα Σαμιώτικο τρεχαντήρι.
Ο Άδης τότε ανέβηκε στου Δία τα παλάτια και στον απέραντο Έλυμπο με την καρδιά θλιμένη, πονώντας σ' όλο το κορμί· και τ' όπλο καρφωμένο στην πλάτη τη βασταγερή τον κατατυραγνούσε. 400 Μα βάζοντας ο Γιρτρεφτής μαλαχτικά βοτάνια τον γιάτρεψε· τι δα θνητός δεν είτανε πλασμένος. 402 Τώρα η κουκουβαγιόματη θεά Αθηνά κι' εσένα 405 σούστειλε αφτόν ... Θεότρελος! που δε λογιάζει ο νους του, σαν πολεμάς με τους θεούς πως δεν πολυχρονίζεις, ούτε απ' τον πόλεμο γυρνάς κι' απ' τη σφαγή ν' ακούσεις στα γόνατά σου τα γλυκά λογάκια των παιδιών σου.
Πόσες αναμνήσεις δεν ξυπνούσε στην καρδιά του υπηρέτη αυτή η γωνιά της αυλής, θλιβερή με τα μούσκλια της, χαρούμενη με το σκούρο χρυσαφί από τις βιόλες και με το ανοιχτοπράσινο των γιασεμιών της! Σαν να έβλεπε ακόμη την ντόνα Λία, χλωμή και λεπτή σαν κυπαρίσσι, να προβάλλει στο μπαλκόνι με το βλέμμα καρφωμένο μακριά, να προσπαθεί να διακρίνει κι εκείνη τι υπήρχε πέρα, στον κόσμο.
Γυρίζω τρομαγμένος· ωχ, αλλοίμονο! Ο άθεος Κεφαλλωνίτης έκαμε τον λόγο του. Καθώς εκοιμόταν στο ηλιοπύρι ο Ανέστης, μια του έδωσε με τον μπαλντά κ' εχώρισε το κεφάλι από το κορμί. Τόσο πάθος έδωκε στο φοβερό σύνεργο που έμεινε καρφωμένο πιθαμή στη σανίδα.
Και πήδηξε απ' τον πόνο — 85 τι μπήκε στο μιαλό ο χαλκός — και τ' άλλα μπέρδεψε άτια καθώς κυλιούνταν στην πικρή σαΐτα καρφωμένο. Κι' εκεί π' ο γέρος χύθηκε κι' έκοβε με την κάμα τ' αλόγου τα παράλουρα, να! φτάνουν του Εχτόρου τα γλήγορα άτια, κι' έφερναν τον άσκιαχτο αμαξά τους μες στο κυνήγι.
Σηκώθηκε και ξεκίνησε, έπειτα γύρισε πίσω για να πάρει το δισάκι που κρεμόταν σ’ ένα κρεμαστάρι κάτω από το χαγιάτι. Το κρεμαστάρι, καρφωμένο εκεί από αιώνες, ξεκαρφώθηκε και αναπήδησε ανάμεσα στα βότσαλα της αυλής σαν ένα μεγάλο, μαύρο δάχτυλο. Εκείνος ανασκίρτησε. Ναι, έπρεπε να φύγει∙ ακόμη και το κρεμαστάρι ξεκαρφώθηκε για να μην δεχτεί πια το δισάκι του.
Μια φορά, την ώρα που κατέβαινε ανάμεσα από τις πέτρες, κοφτερές σαν μαχαίρια, έχοντας απέναντί της έναν ήλιο κρεμεζί καρφωμένο πάνω από τα βιολετιά βουνά του ΝτοργΚαλί, ένας κύριος την έφτασε, σιωπηλός, αγγίζοντάς τη στον ώμο. Ήταν ντυμένος στα χρώματα του ήλιου και των βουνών και στην όψη έμοιαζε με έναν γιό του ντον Τζάμε Πιντόρ που πέθανε νέος.
Μ' ετήραε παραπονετικά με τα μάτια του τα μεγάλα, σα να μου ζητούσε βοήθεια. Γιατί πάσχιζε να γυρίση τα πισινά του κατά το συρμητό της βροχής και δε δύνονταν, καρφωμένο εκεί, 'ςτον τόπο, από το πεσμένο σαμάρι, που ολοένα το καταπλάκωναν οι άμμοι και τα χαλίκια που παρέσερνε η σούδα του δρόμου. Το λυπιόμουν το μαύρο πλιότερο κι από τον εαυτό μου. Φοβόμουν να μην κάμη 'ςτα μάτια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν