United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γυρίζω τρομαγμένος· ωχ, αλλοίμονο! Ο άθεος Κεφαλλωνίτης έκαμε τον λόγο του. Καθώς εκοιμόταν στο ηλιοπύρι ο Ανέστης, μια του έδωσε με τον μπαλντά κ' εχώρισε το κεφάλι από το κορμί. Τόσο πάθος έδωκε στο φοβερό σύνεργο που έμεινε καρφωμένο πιθαμή στη σανίδα.

Παππαδιά μου, είπεν ο παππά Νάρκισσος, αφού απέφαγε και έκαμε τον σταυρόν του, παππαδιά μου, μου καταιβαίνει ο ύπνος γλυκά γλυκά. Με την άδειάν σου θα τον πάρω. — Να τον πάρης και να τον καλοπάρης, παππά μου. Σου αξίζει να ησυχάσης ύστερα από τόσην κούρασιν σήμερον. Και ούτε θα έλθη κανείς να σε ταράξη με αυτό το ηλιοπύρι.

Αλωνάκια κροσσωτά, μακρυλαρίκια κρυσταλλόστρωτα, ριγωτά οργώματα, σχήματα λεπιδωτά έδειχναν απάνωκάτω τον δρόμο των ρευμάτων και των ανέμων την άψυχη ορμή. Και παντού ολόγυρα οι αρμενιστάδες πλήθος, με το μικροσκοπικό πανάκι και τον μικροσκοπικώτερον κυβερνήτη τους, αρμένιζαν και αρμένιζαν της γαλήνης αλάθευτα σημάδια. Ο ουρανός ψηλά σταχτογάλαζος άχνιζεν από το ηλιοπύρι.

Στο ένα διάσελο εδώ ταιριαστό αντρόγυνο εφιλιώταν με πόθο και στο άλλο εκεί, γέροντας ξαπλωμένος στο ηλιοπύρι ερρουφούσεν ευτυχισμένος μακρύ τσιμπούκι και παρέκει δουλεύτρα λυγερή εμασούριζε στην ανέμη της· στο 'δώθε βουνό ανέβαινε γάμου συμπεθεριό λαμπροντυμένο με τα στεφάνια και τα φλάμπουρα· και στο 'κείθε ερροβόλα νεκροπομπή με τους σταυρούς και τα ξεφτέρια της.

Ανατολή και Ρούμελη, κάτασπρες από το χιόνι αστραποβολούσαν στο ηλιοπύρι κ' εκαθρεφτίζονταν στα νερά. Ψαρόβαρκες με τ' άσπρα και τα κόκκινα πανάκια τους, αρμένιζαν εδώ κ' εκεί στις χαρούμενες ακρογιαλιές, σαν θαλασσοπούλια που σκύφτουν να παιγνιδίσουν με το κύμα.

Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησ' Οδυσσέας• «Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν• κάλλια συμφέρει του πτωχούτην πόλι να ζητεύη ή 'ς τους αγρούς• κ' εκείεμέ θα δώσ' όποιος θελήση. τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώταις μάνδραις, 20 για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου, αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση, αφούτην στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη. άθλια φορώ φορέματα• μη με νεκρώσ' η πάχνη η πρωινή• και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». 25

Πολλά παληκάρια εκίνησαν κ' επήγαν να τους πολεμήσουν πολλά βασιλόπουλα ηθέλησαν να δοξασθούν με τον θάνατό τους. Μα όσοι και αν επήγαν κανείς δεν επρόφθασε να μετανοήση για το κίνημά του. Το άχαρο νησί σαν να ήταν δασοφυτρωμένο με το λησμοβότανο, τους εκοίμιζε παντοτεινά στα στέρνα του, έδειχνε στο ηλιοπύρι βωμούς τα κόκκαλα.

Έπεφτε το ηλιοπύρι ζωντανό παντού σε στεριά και θάλασσα, στους σχισμένους τοίχους των ερημοκλησίων πέρα κ' εδώθε μέσα στα σαρακωφαγωμένα ξύλα των τάφων, κάτω στους υγρούς βυθούς και απάνω στον ξηρόν αιθέρα κ' εζωντάνευε κάθε οργανική σπορά και ανάσταινε από μία νεκρή χιλιάδες άλλες υπάρξεις· εχάριζε στον γέροντα νιάτα και τον νέον εγέμιζε συναισθήματα.