United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Τηλέμαχ', ότι ο ποθητός πατέρας σου επανήλθε δεν σου αρμόζει ν' απορής πολύ και να θαυμάζης• ότι εδώ πλέον δεν θα' λθή ποτ' άλλος Οδυσσέας. εγώ 'μαι αυτός, και αφού πολύ παράδειρα 'ς τα ξένα 205 ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. και τούτο είν' έργο της θεάς Αθήνης νικηφόρας• έχ' η θεά την δύναμι, και με μορφώνει ως θέλει, πότε να φαίνωμ' άνθρωπος πτωχός οπού ζητεύει, και πότε νέος και καλά φορέματα ενδυμένος• 210 κ' εύκολον είναι των θεών των ουρανοκατοίκων να εξουθενώσουν άνθρωπον θνητόν ή να λαμπρύνουν».
Αυτά 'πε κείνος και άρεσεν ο λόγος και των άλλων· και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκες 'ς τ' χέρια, 270 και, αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι, έδωκαν 'ς όλους απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια· και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, με δόλον ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας· «Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 275 να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. εξόχως τον Ευρύμαχον και Αντίνοον τον θείον παρακαλώ, 'που φρόνιμον και αυτόν είπε τον λόγον, τώρα το τόξο ν' αφεθή και 'ς τους θεούς να ελπίζουν· αύριο την νίκην ο θεός θα δώσ' εις όποιον θέλη. 280 αλλά να δώσετε 'ς εμέ το στιλβωμένο τόξο, τα χέρια και την δύναμι να δοκιμάσω εμπρός σας, αν ρώμ' υπάρχει ως άλλοτε 'ς τα λυγιστά μου μέλη, ή χάθη απ' τους παραδαρμούς και απ' την ταλαιπωρία».
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• «Κάθε άλλην έχε μέριμναν, Αλκίνοε• δεν ομοιάζω των αθανάτων, πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 'ς την πλάσι, και 'ς τ' ανάστημα• θνητός άνθρωπος είμαι. 210 και όσους θνητούς γνωρίζετε να δέρν' η δυστυχία, 'ς τα πάθη εδύνομουν εγώ να συγκριθώ μ' εκείνους• κ' είχα εγώ ακόμη πλειότερα κακά να εξιστορήσω, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν. είμ' άθλιος• αλλ' αφήστε με για τώρα να δειπνήσω• 215 ότι άλλο πράγμ' αναίσχυντο δεν είναι ως η κοιλία• τον εαυτόν της η σκληρή να στοχασθής σε βιάζει, όσα και αν έχης βάσανα και λύπαις 'ς την ψυχήν σου. κ' εγώ 'χω λύπη 'ς την ψυχή, και ιδού πάντοτ' εκείνη ζητεί να φάγω και να πιω, και όσα 'χω παθημένα 220 μου σβύνει από τον λογισμό και να γεμίση θέλει. σεις πάλι όλα ετοιμάσετε, άμα φωτίσ' η ημέρα, όπως πατήσ' ο άμοιρος την γην την πατρικήν μου, αν και πολλά 'παθα κακά• να ιδώ, και ας αποθάνω, το κτήμα μου, τους δούλους μου, και το υψηλό παλάτι». 225
Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• «Τι δεν του το 'πες συ, θεά, 'π όλα γνωρίζει ο νους σου; ή θέλησες πλανώμενος και αυτός εις τα πελάγη να παραδέρνη και το βιο να του χαλούν οι ξένοι;»
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας• «Άθλιε, κακό δεν σώκαμα, λόγον κακόν δε σου 'πα, 15 ούτε φθονώ σε και αν πολλά σου δώσουν• το κατώφλι τούτο χωρεί κ' εμάς τους δυο• και αν άλλος από ξένα πράγματα λάβη, μη φθονής• είσαι, θαρρώ, πλανήτης, ως είμ' εγώ, και απ' τους θεούς προσμένουμ' ευτυχίαις. και εις μάχη μη με προκαλής πολύ, μήπως θυμώσω, 20 και, αν κ' είμαι, γέρος, μ' αίματα το στήθος και τα χείλη σου βάψω• και ησυχώτερος θε να 'μεν' άμα λείψης αύριον• ότ' η όρεξι, θαρρώ, θα σου περάση άλλη φορά 'ς το μέγαρο να γύρης του Οδυσσέα».
Τα ράκη του ο πολύγνωμος τότ' έρριξε Οδυσσέας, και 'ς το κατώφλι πήδησε με τόξο και φαρέτρα γεμάτην· και όλα σώρευσε τα πτερωτά της βέλη εμπρός, αυτού, 'ς τα πόδια του, και των μνηστήρων είπε· «Τούτος ο αγώνας φοβερός είν' ήδη τελειωμένος· 5 σημάδι τώρ', οπού κανείς δεν έχει ρίξει ακόμη, θέλω κτυπήσ', ίσως το ευρώ και αν με δοξάση ο Φοίβος».
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• Όλα θα υπάγω να τα ειπώ του Τηλεμάχου, σκύλλα κακόγλωσση, για να 'λθη εδώ τετάρτια να σε κάμη».
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις 170 'ς το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν».
Εσύρθηκε ο πολύγνωμος και απάντησ', ο Οδυσσέας• «Ωιμένα, με το κάλλος σου όμοιον τον νουν δεν είχες! αλάτι από το σπίτι σου πτωχός ας μη προσμένη, 455 αφού 'ς την ξένην τράπεζα καθήμενος αρνήθης, τόσα ενώ χαίρεσαι καλά, χαψιά κ' εμέ να δώσης».
Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• «Κόρη του μεγαλόκαρδου Αλκίνου, Ναυσικάα, είθε ο Κρονίδης, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, 465 θελήση ογλήγορα να ιδώ την ποθητήν πατρίδα, και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς εκεί θα σου προσφέρω ολοκαιρής, επειδή συ με έζησες, παρθένα».
Λέξη Της Ημέρας