United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• 270 «κάθιζ', Ευρύλοχε, συ αυτού, να τρώγης και να πίνης, 'ς τον τόπο όπου ευρίσκεσαι, σιμάτο μαύρο πλοίο• εγώ θα υπάγω• φοβερή με υποχρεόνει ανάγκη».

Είδα και του Αμφιτρύωνα την σύντροφον Αλκμήνη, οπού τον λεοντόψυχον, άφοβον Ηρακλέα εγέννησε, αφού πλάγιασετην αγκαλιά του Δία. και του γενναίου Κρέοντα την κόρη την Μεγάρα, 'που νύμφην ο αδάμαστος την είχε Αμφιτρυωνίδης. 270 Του Οιδίπου η μάννα εφάνηκεν, η εύμορφη Επικάστη, 'που τυφλωμένη ανόμησε φρικτά με τον υιόν της.

Και άρχιζε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος, ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη, όταν πρωτόσμιξαν κρυφάτου Ηφαίστου τον κοιτώνα. πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεββάτι του Ηφαίστου• κ' ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου, 270 ο Ήλιος, 'πουτον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους. και ως τ' άκουσεν ο Ήφαιστος, κατάκαρδα επληγώθη• επήγε εις το χαλκείο του και ολέθριαν είχε γνώμη. και εις μέγ' αμόνι, 'πώστησε, δεσμά να κόπτη αρχίζει, άσπαστ' αδιάλυτ', ώστ' αυτού άσειστ' οι δυο να μένουν. 275 και αφού τον δόλον έπλασε να εκδικηθή τον Άρη, προς τον κοιτώνα εκίνησε, 'που ήτο η γλυκειά του κλίνη, κ' έχυσε γύρω τα δεσμά παντούτα κλινοπόδια• ήσαν πολλά και απ' την σκεπή χυμένα ωσάν αράχνια, λεπτά, 'που δεν θα τα 'βλεπεν ουδέ των μακαρίων 280 θεών το μάτι, επίβουλα ως ήσαν μορφωμένα. και γύρω άμ' όλον άπλωσε τον δόλον εις την κλίνη, 'ς την Λήμνο τάχα εκίνησε, καλοκτισμένην πόλι, 'που αυτήνόλαις ανάμεσα ταις χώραις αγαπάει. και άμ' είδε τον καλότεχνον θεόν 'που αναχωρούσε, 285 Άρης ο χρυσοχάλινος τυφλός σκοπός δεν ήταν, και προς το δώμα εκίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου, την αγκαλιά της εύμορφης ποθώντας Κυθερείας. εκείνη μέσα εκάθιζε και μόλις είχε φθάσει απ' τον μεγαλοδύναμον πατέρα της Κρονίδη. 290 εμπήκε αυτός, της έσφιξε το χέρι και της είπε• «'Σ την κλίνην έλ', αγαπητή, να γλυκοκοιμηθούμε• ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, και θα 'ναι ήδη φθασμένοςτην Λήμνο, 'ς τ' αγριόφωνο το γένος των Σιντίων».

Τους άλλους πήγαινε άκουρους Αργίτες να σηκώσεις, κι' ας μπούμε εφτύς στον πόλεμο, τι πάτησαν τους όρκους οι Τρώες... όμως θάνατος τους καρτεράει και κλάψες, 270 που πρώτοι αφτοί μας βλάψανε, τους όρκους αθετώνταςΕίπε, κι' εκείνος πέρασε με τη χαρά στα στήθια. Και προχωρώντας φτάνει ομπρός στους Αίιδες, κι' εκείνοι οπλίζουνταν, και σύγνεφο πεζών τους ακλουθούσε.

Σ' όσα πάσχουν εναντία, Η νορά τους είναι αιτία, Η νορά τα προξενεί. Βάρος, μπόδιο, κι' ασκημάδα, 265 Κι' όσα άλλα η φιληνάδα Να εφεύρη είν' αρκετή, Τ' αριθμάει δημηγορόντας, Και θερμά κατηγορόντας Τη νορά για περιττή· 270 Κι' ακλουθόντας ως το τέλος Να κακολογάη το μέλος, Με απόφασις φωνή Να κοπή για δίκο κρίνει, Συμβουλή και γνώμη δίνει 275 Προς ωφέλειαν κοινή.

Ο Κορωναίος, αφήσας εις την μονήν, ως φρούραρχον, τον ανθυπολοχαγόν Ιωάννην Δημακόπουλον μετά επτά ή οκτώ εθελοντών απήλθε. Τον ηκολούθησαν δε ο οπλαρχηγός Παπά Μαρουλιανός καί τινες άλλοι, συμμεριζόμενοι την γνώμην του ότι έπρεπε να εγκαταλειφθή το Αρκάδι. Εις την μονήν έμειναν περί τα 900 άτομα, εξ ων 270 περίπου οπλοφόροι, οι δε λοιποί γυναικόπαιδα και ασθενείς.

Κι' άρχισε αμέσως σαϊτιές. Ο Αίας την ασπίδα παραμερούσε· τότε αφτός τηρώντας μόλις χτύπαε κάναν οχτρό, τον άφινε νεκρό εκειπά, και γύρναε 270 πίσω απ' τον Αία να κρυφτεί, σαν πίσω από μητέρα παιδί· κι' αφτός τον σκέπαζε με τη λαμπρή του ασπίδα.

τα κακά τόσα ωργίσθηκε κ' είπε η Παλλάδ' Αθήνη• «Ωιμένα, πόσην τ' Οδυσσηά, 'που λείπει, έχεις ανάγκη, εκείνος τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση! διότι αν τώρ' ερχόμενοςτα πρόθυρα του δόμου 255 στήνονταν, με περίκρανο, μ' ασπίδα και δυ' ακόντια, τέτοιος όποιον είδ' αυτόντο σπίτι μου εγώ πρώτα, οπ' έπινε κ' ετέρπονταν και τότε από τον Ίλο τον Μερμερίδη εγύριζε μέσ' από την Εφύρη•ότι και αυτού με το γοργό καράβι τ' ο Οδυσσέας 260 πήγε ανδροφόνο βότανο ζητώντας για ν' αλείφη τα χάλκινα τα βέλη του• δεν το 'δωκεν εκείνος φοβούμενος την όργητα των αθανάτων• όμως του το 'δωκε ο πατέρας μου 'π' αγάπ' αυτόν περίσσα•τέτοιος αν έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσητους μνηστήραις, 265όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείνη ο γάμος, αλλ' όλ' αυτάτην δύναμι των αθανάτων μένουν, αν θα 'λθ' ή όχι ενάντια τους εκδίκησι να πάρητα μέγαρά του• να σκεφθής ωστόσο εγώ σου λέγω το πώς από το σπίτι σου να διώξης τους μνηστήραις. 270 κ' έλ' άκουσέ με, πρόσεχετους εδικούς μου λόγους• αύριο τους ήρωαις Αχαιούς συγκάλεσε κ' εις όλους την γνώμη σου φανέρωσε, με τους θεούς μαρτύρους•τα σπίτια τους να σκορπισθούν πρόσταξε τους μνηστήραις• και αν η μητέρα επιθυμεί τον γάμο, ας επανέλθη 275 εις του πατρός το μέγαρο, που 'ναι πολύς και μέγας• τον γάμο αυτοί θα κάμουσι και δώρα θα ετοιμάσουν πολλύτατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης, και σε τον ίδιον φρόνιμο θα συμβουλεύσω μέτρο• καράβι αφού λάβης καλό μ' είκοσι κουπηλάταις, 280 για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθης έβγα, ή των θνητών κάποιος σου ειπή, ή την φωνήν ακούσης, 'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.

Τα στήθια τους εσκέπασαν από κρουστό τομάρι Μιας ψόφιας Γάτας, που όλοι τους επιταυτού είχαν γδάρει Πασάνας μέρος απ' αυτό ωμορφοτουρνεμένο, Για θώρακα εσχημάτιζε με τζάκνα καρφομένο. 270 Χτους οφαλούς των λυχναριών γεραίς ασπίδες φκιάνουν, Και από βελόναις σουβλεραίς με τα δεξιά τους πιάνουν Βαριά κοντάρια αλίγυγα, και σιδιροβαμμένα, Οπού ο ίδιος Ήφαιστος τους τάχε χαρισμένα.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 265 «Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα, άν ποτ' εζούσε• τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος. για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα, φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργείτα ξένα». 270