United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι είπε, και τους έβαλε απόφαση και θάρρος. 275 Κι' ομπρός όλοι ίσια χύθηκαν απ' το καραβοστάσι, 257 259 σα σφήκες πούχουνε φωλιές σε μονοπάτι απάνου, 260 και τα παιδιά 'χουν σύστημα ναν τις πεισμώνουν πάντα, έτσι από σκανταλιά, κι' αφτές μ' ατρόμητο όλες θάρρος 262 264 ίσα τους πέφτουν θέλοντας να σώσουν τα μικρά τους· 265 έτσι όλοι χύθηκαν τυφλά οι Μυρμιδόνες τότες οχ τα καράβια με φωνή και ξεκουφάστρα αντάρα, κι' έπεσαν τους οχτρούς να φαν, κι' ολόγυρα η αρμάδα 276 τρομαχτικά αντιβούηξε απ' του στρατού τα ζήτω.

Αυτά 'π' ο ισόθεος βασιληάς, και ο κήρυκας πετάχθη να φέρη από τα μέγαρα την βαθουλήν κιθάρα. και αγωνοφύλακες οκτώ, που 'χ' εκλεκτούς ο δήμος εις κάθε αγώνα να τηρούν την τάξι, σηκωθήκαν, και έσιασαν τον χορότοπο κ' επλάτυναν τον κύκλο. 260 του Δημοδόκου ο κήρυκας έφερε την κιθάρα, και αυτόςτο μέσον έφθασε, και ακρόνεα παλληκάρια ολόγυρά του εστέκονταν, εις τον χορόν τεχνίταις, κ' εχοροπήδαν θεϊκά• εκύτταζ' ο Οδυσσέας και των ποδιών ταις αστραψιαίς, εθαύμαζε η ψυχή του. 265

Μον έλα τώρα πρόσταξε τ' αμαξωτό σου ασκέρι ίσα ως στα πλοία τις γοργές φοράδες να λαλήσουν, κι' εγώ μπροστά τους τρέχοντας το δρόμο θαν τους σιάξω 260 ίσο έτσι, και των Αχαιών τους λόχους θα τσακίσωΕίπε, και φύσησε άπειρο μες στην καρδιά του θάρρος.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Την κλίνη θα 'χης πάντοτε την ώρα 'που η καρδιά σου θελήση, αφού τώρ' οι θεοί σ' αξίωσαν να φθάσηςτο σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου. και αφού θεός σου θύμισεν εκείνον τον αγώνα 260 ειπέ μου τον, και, αν ως θαρρώ, κατόπι θα τον μάθω, κακό δεν είναι τώρα ευθύς να μου τον φανερώσης».

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• «Θε να σου ειπώ και πρόσεχε καλά να μ' εννοήσης, και σκέψου αν μόν' η Αθηνά με τον πατέρα Δία 260 θα μας βοηθήσ', ή βοηθόν και άλλον θα εφεύρη ο νους μου». Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Είν' αξιόλογοι βοηθοί, πατέρ', αυτοί 'που λέγεις, 'ς τα σύννεφα καθήμενοι ψηλά, και βασιλεύουν των θνητών όλων εις την γη και ομού των αθανάτων». 265

Νιες βγάζει ροδοστάλαχτες και κουτελάτα βόδια, γερά μουλάρια κι' άλογα κι' απύρωτα τριπόδια, 260 βγάζει ψαρύ σιδερικό κι' από χαλκό λεβέτια. Πρώτο βραβείο ζηλεφτό των αλογάδων βάνει, γυναίκα πούξερε λαπρές δουλιές, κι' ένα τριπόδι αφτιάδικο που εικοσιδιό χωρούσε εντός του μέτρα. Αφτά του πρώτου· κι' έβαλε του δέφτερου φοράδα 265 έξη χρονώνε, αδάμαστη, πουλάρι γκαστρωμένη.

Γιατί στη νιότη μου έσμιξα εγώ με θεριομάχους 260 καλύτερούς σας, μα ποτές αφτοί δε μ' αψηφούσαν.

Αυτά πε• και η καρδία μας εκόπη από τον τρόμο• ότι βαρύ 'χε μούγκρισμα, κ' εκείνος ήταν τέρας• αλλ' όμως εγώ απάντησα ευθύςτο ερώτημα του• «εμείς πλανώμενοι Αχαιοί ήλθαμε από την Τροία, ως οι άνεμοι στην άβυσσο μας σπρώξαν της θαλάσσης 260 εις δρόμους άλλους πάντοτε μακράν απ' την πατρίδα• τούτα διώρισε η βουλή και η θέλησι του Δία. στρατιώταις του Αγαμέμνονα καυχόμασθε, τον Ατρείδη, 'που τώρα η δόξα του αντηχείτα πέρατα τον κόσμου, την πόλιν αφού ερήμωσε την δυνατήν και πλήθη 265 πολλών εξέκαμε λαών κ' εμείς εδώ φθασμένοιτα γόνατα σου πέφτουμε, να μας φιλοξενήσης, ή άλλο να δώσης χάρισμα, ως συνηθούν των ξένων. σέβου, ω μεγάλε, τους θεούς• ικέταις σου μας έχεις• των ξένων και των ικετών εκδικητής ο Δίας 270 ο ξένιος, 'που τους ιερούς τους ξένους συνοδεύει».

Αν η πολύβουλη Αθηνά τους διο τους μ' αξιώσει 260 να σφάξω, τότε εσύ εκειδά σταμάτα το δικό μας γοργό ζεβγάρι, δένοντας τα γκέμια απ' το στεφάνι, και στο δικό σου νιάσου εφτύς να πεταχτείς ζεβγάρι, και χτύπα το ως των Αχαιών απ' των οχτρών το μέρος.

Όμια κι' ο Αίας κάρφωσε πηδώντας τη δική του, 260 κι' ο στόκος ίσα διάβηκε ως μέσακι' ενώ ορμούσε πίσω ξανά τον άμπωξεκαι κόφτοντας του πήγε ως στο λαιμό, κι' ανάβρυζε μαβρόθολο το αίμας.