Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425 κ' εγώτα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταντον άμμο, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφούτο πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα•το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430 κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη, προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους, 'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα. και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435 κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της. και αφούτον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440 καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη. και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου; αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη• εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445 μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους. και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα. και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450 ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις, κ' εμάς πρώτους λογάριασετα κήτη, και ότι δόλος ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος. και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455 και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος, ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος• νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο. τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα• και ο γέρος, άμ' απόκαμετόσους 'πώχει δόλους, 460 προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης, και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;

Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας, και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη• και ως θαρρετότην δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, 130 'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν τα μάτια του• και χύνεταιτα βώδια ή και 'ς τ' αρνία, ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα, και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη• όμοιαταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας 135 ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη. τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη, και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη• μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. 140 και αγνάντια στάθη ασάλευτη• και εδίσταζ' ο Οδυσσέας, δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση, ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα, την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση. και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια 145 τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως, αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης. κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον•

Αυτά 'π' ο ισόθεος βασιληάς, και ο κήρυκας πετάχθη να φέρη από τα μέγαρα την βαθουλήν κιθάρα. και αγωνοφύλακες οκτώ, που 'χ' εκλεκτούς ο δήμος εις κάθε αγώνα να τηρούν την τάξι, σηκωθήκαν, και έσιασαν τον χορότοπο κ' επλάτυναν τον κύκλο. 260 του Δημοδόκου ο κήρυκας έφερε την κιθάρα, και αυτόςτο μέσον έφθασε, και ακρόνεα παλληκάρια ολόγυρά του εστέκονταν, εις τον χορόν τεχνίταις, κ' εχοροπήδαν θεϊκά• εκύτταζ' ο Οδυσσέας και των ποδιών ταις αστραψιαίς, εθαύμαζε η ψυχή του. 265

Ετούτη η βασίλισσα εκάθονταν επάνω εις μίαν μαξιλάραν χρυσήν, περικυκλωμένη από τες σκλάβες της, που εστέκονταν ορθές διηρημένες εις δύο μέρη· άλλες μεν ελαλούσαν διάφορα μουσικά όργανα, και άλλες ετραγωδούσαν και έκαναν μίαν αρμονίαν θαυμασίαν. Ευθύς που η Ζωμπαΐδα είδε τον βασιλέα και τον Αμπτούλ, εσηκώθη εις συναπάντησίν των.

Αυτοί ωσάν εκάθισαν εις εκείνα τα θρονία, άρχισαν να θεωρούν εκείνο το πλήθος του λαού, και μάλιστα την βασίλισσαν που εστέκονταν εις ένα ξεχωριστόν μέρος με όλους του παλατιού της, που ήσαν όλοι γεμάτοι από χαρές και αλαλαγμούς, διά την θυσίαν που είχαν να κάμουν.

Οι πρέσβεις βλέποντες πως εις το χέρι του δεν εστέκονταν αυτή η υπόθεσις, εζήτησαν να ομιλήσουν με την θυγατέρα του, και βλέποντάς την που με κανένα τρόπον δεν ήθελε να κλίνη εις υπανδρείαν, ανεχώρησαν πολλά περίλυποι, με τον να μην ημπόρεσαν να επιτύχουν εκείνο, που οι αφεντάδες τους τούς επρόσταξαν.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν