United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεξιά τα Ρημονήσια, γιγάντια κήτη, νομίζεις, αναδύσαντα εκ του βυθού, μαυρογάλανα, οζώδη, φαλακρά. Πλέουσι, θαρρείς, εν μακρά γραμμή, κατά σειράν, εν εξαισία παρατάξει, συντροφία γιγάντων, να προσκυνήσουν τον ιερόν Άθωνα, αποκαλύψαντα την πολιάν κορυφήν του ως προς υποδοχήν, ενώ από τους μαύρους βοστρύχους του κρέμανται μοναί και ασκητήρια, καλιαί αββάδων.

Εγώ έλαβα περιέργειαν διά να υπάγω να ακούσω το τοιούτον φαινόμενον, και εζήτησα την άδειαν του βασιλέως και αυτός δε μου διώρισεν ένα πλοιάριον με διαφόρους ναύτας, διά να με φυλάξουν εις το ταξείδι εκείνο από τον κίνδυνον που δύνανται να προξενήσουν εκεί τα κήτη της θαλάσσης.

Εις τα βάθη υπογείου τινός της οδού Καλαμιώτου, οπού τα κρεοπωλεία και οπωροπωλεία ήσαν πλουσιώτατα και θαυμασίως εστολισμένα, ηκούοντο άσματα μεθυόντων, οίτινες εις μάτην εδοκίμαζον να ψάλλουν και το «Η γέννησίς σου» καταλήγοντες πάντοτε εις το «Χριστός ανέστη». Ενώ δύο άλλοι γέροντες απόμαχοι, παρακάτω, κύπτοντες εις έν παράθυρον, ανεζήτουν τον φίλον των οινοπώλην, να τους ανοίξη· και μη βλέποντες αυτόν, ηρίθμουν από του παραθύρου, τα εν τω υπογείω βαρέλια, υπό τι φως λυχναρίου, φαινόμενα, εκεί κάτω, ως εν τω βυθώ της θαλάσσης κήτη, βόσκοντα κατά σειράν, με τας μεγάλας κοιλίας των.

Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι. τον χρόνον όλον έμειναντον τόπο μας εκείνοι, 455 και πλούτη έμβασαν άπειρατο βαθουλό καράβι• και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουντην πατρίδα, της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι. ήλθ' άνδρας πολυήξεροςτο σπίτι του πατρός μου, και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460 και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μουτο δώμα την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν. ωστόσον αυτός ένευσεν αμίληταεκείνην, και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισετο πλοίο. από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465 και τράπεζαιςτον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου, όπ' είχαν πάειτην σύνοδο του δήμου να καθίσουν. και αυτή τρεις κούπαις έκρυψετον κόλπο της κ' επήρε, κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470 και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι, με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα, αυτούτο καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων. και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475 ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα• αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνητην γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι. κει την ερρίξαν, ηύρεματαις φώκαις καιτα κήτη, 480 κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη. και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραντην Ιθάκη, οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης. ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».

Εις το στόμιον αυτού άπειρον άλας πήγνυται αυτόματον, παρέχον προς ταρίχευσιν μεγάλα κήτη άνευ ακάνθης, τα οποία καλούσιν αντακαίους, και πολλά άλλα θαυμασμού άξια.

Και αφού ανεχωρήσαμεν συναπαντήσαμεν πολλά φοβερά κήτη εις την επιφάνειαν της θαλάσσης, το μάκρος έως διακόσες πήχεις, αλλ' οι εδικοί μου ναύται ευθύς που τα έβλεπον είχον ετοιμασμένα σακκιά γεμάτα πέτρες, και τα έρριχναν εις την θάλασσαν, και τα φοβερά εκείνα κήτη νομίζοντας διά κυνήγι τα σακκιά, έτρεχον εις τα βάθη της θαλάσσης κυνηγώντας τες πέτρες και εν τω μεταξύ ημείς διεφεύγαμεν τον κίνδυνον· με τοιαύτην εφεύρεσιν, και φθάνοντες εις το νησί Κασσήλ, εκείνην την νύκτα ηκούσαμεν τύμπανα, όργανα, και άλλους κρότους και αλαλαγμούς, που μας εφόβισαν καταπολύ.

Την ηγόρασε λοιπόν ο Λαλεμήτρος και ως έλεγεν εις την Θωμαήν, πολλάκις αύτη τον εφύλαξεν από πολλούς κινδύνους, Εις τον πυθμένα της αβύσσου κάτω τον κελαινόν, ως δύτης, την έφερε μεθ' εαυτού πάντοτε ο Λαλεμήτρος καθώς τον είχε συμβουλεύσει ο Ισραηλίτης, και ουδέποτε ουδέν κακόν τω συνέβη, Τα κήτη επλησίαζον προς αυτόν με ορμήν πολλάκις, αλλά μόλις την έβλεπον, ακτινοβολούσαν την χρυσήν άλυσιν, απεσύροντο ηρέμα, ως φελούκαι προς τα οπίσω κωπηλατούμεναι . . .

Και από το κακόν των, που θα σκάσουν θαρρείς, φυσούν και αναρρίπτουν προς τ' άνω βροχήν ραγδαίαν το κύμα, μετά κρότου εκπωματιζομένων τεραστίων φιαλών. Και συναθροίζονται πέριξ των αι μικραί ταχύπτεροι αλκυόνες, και άλλα μαύρα μακροτράχηλα θαλασσοπούλια, αι μελαψαί Καλικαντζούναι, και τα τσιμπούν τ' αναίσθητα «γκαβοντόλια» και τα περιπαίζουν τα αχρεία κήτη, ταπρόσιτα του Αιγαίου θηρία.

Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425 κ' εγώτα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταντον άμμο, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφούτο πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα•το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430 κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη, προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους, 'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα. και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435 κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της. και αφούτον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440 καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη. και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου; αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη• εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445 μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους. και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα. και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450 ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις, κ' εμάς πρώτους λογάριασετα κήτη, και ότι δόλος ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος. και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455 και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος, ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος• νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο. τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα• και ο γέρος, άμ' απόκαμετόσους 'πώχει δόλους, 460 προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης, και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;

Αναχθέντες συναντώμεν εν απολαύσει δεινού μεγαλείου δύο μπάρκα, με της γάμπιαις μόνον, ένθεν και ένθεν ημών, εκτελούντα την λοξοδρομίαν των προς την Μιτυλήνην, άτινα ως κήτη θαλάσσια με τας κοιλίας των θαρρείς εκυλίοντο πλησίον ημών, ασθμαίνοντα, στένοντα, υπό αφρών και άχνης καλυπτόμενα· ως δαιμόνια μαύρα οι ναύται ίσταντο παρά την κωπαστήν, κρατούντες τα σχοινία εις χείρας, οι δε πρωραίοι φρουροί των, κουλουριασμένοι κέρβεροι εις την πρώραν, ως ξύλινοι εκάθηντο εκεί μαύροι, κυματόβρεκτοι.