United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε· «Εγείρου, Πηνελόπη μου, παιδί μου, ν' απαντήσουν 5 τα μάτια σ' ό,τι ολοκαιρίς επόθησε η καρδιά σου. ήλθ' ο Οδυσσέας, αν και αργά, 'ς το σπίτι του έχει φθάσει, και τους αυθάδεις φόνευσε μνηστήραις, οπού φθείραν το σπίτι, την ουσία του, και το παιδί του υβρίζαν.

Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· 25 «Δεν σ' αναπαίζω εγώ σκληρά, παιδί μου, αλλά τωόντι ήλθ' ο Οδυσσέας, έφθασετο σπίτι του, ως σου λέγω, κείνος ο ξένος οπ' εδώ καταφρονούσαν όλοι· τον ήξευρε ο Τηλέμαχος πολύν καιρόν ότ' ήλθε, αλλά με γνώσιν έκρυβε ταις γνώμαις του πατρός του, 30 ως 'που να πάρη εκδίκησι των αυθαδών μνηστήρων».

Είπε, και ο αρηίφιλος Μενέλαος μεριμνούσε, αφού νοήση αλάθευτα, να του το ξεδιαλύνη• 170 τον πρόλαβ' η μακρόπεπλη Ελένη κ' ευθύς είπε• «Ακούτε το προμάντευμα, 'που τώρατην καρδία μου βάζουν οι αθάνατοι και ν' αληθεύση ελπίζω. την χήν' ως τούτος άρπαξε την σπιτοαναστημένην, και απ' τ' όρος ήλθ', οπού φωλειά και γένος έχει, —ομοίως 175 ο Οδυσσέας σπίτι του θε να 'λθη, αφούτα ξένα πλανήθη και πολλά 'παθε, κ' εκδίκησι θα πάρη• μην έφθασ' ήδη και κακά φυτεύει των μνηστήρων».

Εγώ ούτε είμαι ούτε θα γίνω τέτοιος, και αν ήτο να σε ξεθυμώσω με αυτό. Τι αφορμήν του έδωκες; ΟΣΒ. Ποτέ, ποτέ, καμμίαν. Δεν μ' εκαλοκατάλαβε προχθές ο κύριός του, ο βασιλεύς, κ' εσήκωσε το χέρι να με δείρη· κι αμέσως τούτος, πρόθυμος να δείξη κολακείαν, ήλθ' απ' οπίσω μου κρυφά και μ' έκαμε να πέσω, κι άμα με είδε καταγής, με ταις φωναίς αρχίζει να κάμνη τον παλληκαρά.

Θα φέρετε την Ιουλιέταν έξω; ήλθ' ο γαμβρός. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Είναι νεκρή! αποθαμμένη είναι! Αλλοί, αλλοί! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Να την ιδώ... Τελειωμένη· κρύα· το αίμα εσταμάτησε· εβάρυναν τα μέλη· απεχαιρέτησ' η ζωή τα χείλη της προ ώρας· ο Θάνατος απλώθηκεν επάνω ‘ς το κορμί της, 'σαν παγωνιά παράκαιρη εις δροσερόν λουλούδι. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ώρα κακή μας 'πλάκωσε! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ω συμφορά και πίκρα!

Ο Ρήγας εσηκώθηκε, Παίρνει τον ταμπουρά του. Γλυκοβαρεί τον ταμπουρά, Και ψιλοτραγουδάει: « Παιδιά μου! ήλθ' η άνοιξι, » Τ' αηδόνι τραγουδάει, » Φωνάζει ο κούκοςτα κλαριά » Κι' ανοίγει τα φτερά του

« Παιδιά μου! ήλθ' η άνοιξι, » Η γη βγάζει χορτάρι, » Ανθίζουν όλα τα κλαριά, » Οι κάμποι λουλουδιάζουν. » Οι λόγγοι όλοι 'φούντωσαν, » Και τα πουλιά φωλιάζουν. » Τι καρτερείτε, βρε παιδιά! » Χειμώνας να μας πάρη; ...»

Και το μισό βασίλειον, οπού επήρες προίκα δεν το ξεχνάς. ΡΕΓ. Παρακαλώ, εις την ουσίαν έλα. ΛΗΡ Ποιος έβαλετον φάλαγγα τον άνθρωπον αυτόν μου; ΚΟΡΝ. Τι είναι τα σαλπίσματα; ΡΕΓ. Θα είν' η αδελφή μου. Μου έγραψε ότι εδώ να έλθη δεν θ' αργήση. ΡΕΓ. Ήλθ' η κυρία σου; ΛΗΡ Αυτός ένας αχρείος είναι, που ’γέμισε αυθάδειαν κ' επάνω του το 'πήρε, αφ' ότου η κυρία του του έδωκεν αέρα.

Τ' ανθρώπου χρέος είναι μ' υπομονήν από την γην να φεύγη, όπως ήλθε, — αρκεί να ήλθ' η ώρα του! ΓΛΟΣΤ. Και τούτο είν' αλήθεια! Τους αιχμαλώτους πάρετε. 'Σ την φυλακήν ας μένουν, ως που να γίνη φανερόν το θέλημα εκείνων, απ' τους οποίους κρέμαται η τύχη των. ΚΟΡΔ Οι πρώτοι δεν ήμεθα, που άδικα η τύχη κατατρέχει. Εσένα μόνον, βασιλέα κακότυχε, λυπούμαι, ειδέ τα συννεφιάσματα της τύχης τ' αψηφούσα!