United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα γόνατά μου εμπρός σου, Να, πέφτουν· το υπερήφανον Κεφάλι μου, που αντίκρυ Των Βασιλέων υψόνετο, Την γην εγγίζει. Ιδού ευλαβείς οι Έλληνες Σκύπτουσιν όλοι· πρόσταξε, Κ' επάνω μας ας πέσωσιν Η Φλόγες της οργής σου Αν συ το θέλης. Πλην πολυέλεος είσαι. Και βοηθόν σε κράζω. . . . Βλέπω, βλέπω εις την θάλασσαν Πετώμενον τον στόλον Αγρίων βαρβάρων.

Αυτά 'πε και με αλαλαγμούς τότε οι μισοί και πλέον Σηκωθήκαν^ οι επίλοιποι συναθροισμένοι εμείναν, του γέρου ενώ δεν έστεργαν τον λόγον, και του Ευπείθη 465 επείθονταν· και παρευθύς 'ς τ' άρματα ωρμήσαν όλοι· και, άμα με τον θαμπωτικόν χαλκόν το σώμα εζώσαν, 'ς την πόλι την πλατύχωρην εμπρός εσυναχθήκαν· ήταν ο Ευπείθης αρχηγός, 'ς την άκρα του μωρία· νόμιζε αυτός να εκδικηθή τον φόνο του παιδιού του, 470 αλλ' έμελλε να πέση αυτός και πλειά να μη γυρίση.

Αυτά 'πε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· 320 και αργότερ' ο Αγέλαος Δαμαστορίδης είπε· «Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός δεν πρέπει ενάντια να λογομαχή κανείς και να θυμόνη. τον ξένον μην υβρίζετε, μήτε κανέναν άλλον των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. 325 και λόγον εγώ θά 'λεγα γλυκόν του Τηλεμάχου, και της μητρός του, αν έστεργαν να τον δεχθούν και οι δύο. όσον ελπίδ' απόμενετα βάθη της ψυχής σαςτο σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας, καλώς τον περιεμένετε, και ακόμη τους μνηστήραις 330τα δώματ' είχετ', επειδή τούτο σας ωφελούσε, αντην πατρίδα εγύριζεν από τα ξένα εκείνος· αλλ' είναι τώρα φανερό 'που δεν θα γύρη πλέον· αλλά συ την μητέρα σου συμβούλευε να πάρη, κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλειότερα χαρίζει, 335 εσύ να χαίρεσ' ήσυχος τα πλούτη του πατρός σου όλα, και κείνη του άλλου ανδρός το σπίτι να προσέχη».

Η καθαρέβουσα όμως τι θα μιμηθή; Θα μιμηθή γλώσσα, ήχους, γραμματική, λέξες, τυπικό, που βρίσκουνται στα βιβλία. Η διαφορά λοιπόν είναι αφτή, κ' είναι διαφορά που δε χωρατέβει. Εμείς γράφοντας τη δημοτική, τη ζωή θα μιμηθούμεόπως τα παιδιά, όπως οι επαρχιώτες, όπως οι αθρώποι όλοι· η καθαρέβουσα θα μιμηθή μόνο τη νέκρα. Κι από γεννήσιο της αφτή μυρίζει νεκρίλα.

Του Τρία οι κατάδικοι, δεκαφτά όλοι, βαρυποινίτες, και δύο τρεις πλημμελήτες αλαφρόποινοι, απλωμένοι τόρα αμέριμνοι μες το προάβλιο, στα πόδια τους μαρμάρωσαν σαν άκουσαν τη μανιακή του Βλαχογιώργου διαταγή. Εγύρισαν όλοι· είδαν το φοβερό λεπίδι που τόπαιζε ψηλά στο χέρι ξεμανίκωτο, σα να τους εφοβέριζε όλους να τους περάση από την κόχη του. Ενόησαν και το φριχτό θυμό του πως θα ξέσπαγε.

Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας, το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, 405 ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο, τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση, το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος, και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· 410 ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη. τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι· και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας. εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. 415 και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα, αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες· το κράτησετο κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος, νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, 420 τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει, Τηλέμαχε, καθήμενοςτα μέγαρά σου ο ξένος. μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο 425 το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου, και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες. κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». 430

Καλά που ήλθατε, είπε την τελευταίαν στιγμήν η έξω πρότερον αναμένουσα. Μου είπανε πωςτην Κεχρεά μας τα μαζώξανε τα φύλλα. — Αύριο πρωί-πρωί θα πάμε όλοι· απήντησεν η ηλικιωμένη γυνή. — Σου φέραμε κάτι φύλλα, Φανιώ, είπεν η μεγαλειτέρα των νεανίδων, που το καματερό μας θα βρη τη χαρά του. Να ιδής μεγάλα και τρυφερά. Γυρίσαμε όλη τη Γλώσσα.

Τα ίδια και μεις όλοι· γυρέβουμε, ψάχνουμε, πολεμούμε, καμιά αλήθεια να φανή, να πάρουμε την αναπνοή μας, να διή ο κόσμος από τι μέρος βγαίνει ασπράδα. Όλα τάλλα η θάλασσα τα σκεπάζει. Από την Πάρο βαστώ και γω. Παρκιώτης είταν της μητέρας μου ο πατέρας. Από την Πάρο βαστώ κι ας πα να λεν οι δασκάλοι. Το μέτρο μ’ αρέσει και πολύ μέτριος είμαι. Νομίζουν πως στη γλώσσα που γράφω τα τόλμησα πια όλα.

Από τα λόγια του κι από τα φερσίματαμπορεί κι από τ' άγνωστα περασμένα τουείχε καταντήση σεβαστός και πολυζήτητος. Μόλις τον είδαν κι ανάσαναν όλοι· σκέφτηκαν πως δίχως άλλο θα τους βγάλη από τη στενοχώρια. Παραμερίσανε για να ιδή το κόνισμα. Εκείνος μόλις το είδε σούφρωσε τα χείλη του και γύρισε τις πλάτες. — Λοιπόν; ρώτησαν δυοτρεις ανυπόμονα.

Ο βασιλεύς το έμαθε και εφοβήθη μήπως τους ίδη να καταφαγωθώσι μεταξύ των όλοι· παραιτηθείς λοιπόν της εναντίον των Αιθιόπων εκστρατείας, επέστρεψεν οπίσω και έφθασεν εις τας Θήβαις αφού απώλεσε πολλούς του στρατού. Εκ των Θηβών κατέβη εις την Μέμφιν και επέτρεψεν εις τους Έλληνας να αποπλεύσωσι. Τοιαύτην έκβασιν έτυχεν η κατά των Αιθιόπων εκστρατεία.