United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μάννα του κι ο αδερφός του τώλεγαν «μη!». Η κυρά Πανώρια τον παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια. — Τι σου κάνει; τώλεγε· τι σου κάνει; λυπήσου τον. — Όχι! εκείνος· ποιος ξέρει τι θησαυρούς κρύβει στις ρίζες του. Όχι τον πλάτανο μα και το σπίτι αν χρειαστή θα το γκρεμίσω κι εκείνο· έλεγε. — Ας τονε, μωρέ παιδί μου, νάχης την ευκή του Θεού· παρακαλούσε η γριά.

Ο Κατής ταράζοντας το κεφάλι είπε, πως εγνώριζε καλώς τον Αμπουλβάρην, και ότι εγώ με κανέναν τρόπον δεν τον επαρομοίαζα· έπειτα θεωρώντας την Γαντζάδα είπε· και συ ω ωραία κυρά, τι στοχάζεσαι διά τούτον τον άνθρωπον; τον πιστεύεις διά άνδρα σου; Αυθέντη, αυτή απεκρίθη· αν θέλης να ειπώ την αλήθειαν, που οι οφθαλμοί μου δείχνουν δεν είναι αυτός εκείνος· αυτός δεν έχει άλλο που να τον παρομοιάζη, παρά την φωνήν.

Τι ήθελες ν' ανεκατωθής σ' αυτή τη δουλιά, αφού ξέρεις πως η κοπέλλα είνε αρρεβωνιασμένη; αρώτησεν η μάννα το γυιό της. — Εσύ δεν πρέπει ν' ανεκατώνεσαι στης δουλιές μου· είπεν εκείνος·Με τα υποκείμενα που έχεις φίλοι, τον Σερέτη και τον παππά Κρητικό, γρήγορα θα την πάθωμε πάλι, κ' εγώ εβαρέθηκα τα ταξείδια· δε μπορώ πλιο.

Ουφ! κ' εκείνος· είπε ο Αριστόδημος· δε θα μ' αφήση ήσυχο επί τέλους! Τι με μέλλει εμένα για χωράφια και γεννήματα! Εγώ δε θέλω να ξέρω άλλο από τα βιβλία μου. Τ' ακούς; Τίποτ' άλλο από τα βιβλία μου!.. Η κυρά Πανώρια εκούνησε το κεφάλι απελπισμένα. Χωρίς να το θέλη, άρχιζε κ' εκείνη ν' ανησυχή για το δρόμο που ακολουθούσε ο πρωτότοκός της.

Επάρετε τούτον τον σκληρογνώμονα γέροντα εις τον σκοτεινόν εκείνον θάλαμον και ρίξετε τον μέσα, διά να κάμη συντροφίαν εκείνου του άλλου γέροντος, που είνε εκεί, και που του ομοιάζει εις την ισχυρογνωμίαν του, καταφρονώντας και ούτος την αγάπην μου, ωσάν και εκείνος· εκεί θέλουν το μετανοήσει και οι δύο, και θέλουν πληρώσει τον κανόνα της ανυποταγής των.

Γυναίκες! γυναίκες! είπεν εκείνος· τω όντι διά τα μικρά πράγματα φροντίζετε πάντοτε μέχρι πάθους. Εγώ δεν απήντησα. Ο ξένος μοι είπε μετά μικράν παύσιν·Μοι ορκίζεσαι ότι δεν θα εξέλθη εξ ακριτομυθίας λόγος εκ του στόματός σου, αν σοι είπω τι; — Σοι ορκίζομαι, απήντησα προθύμως, τείνουσα την χείρα. — Άκουσε λοιπόν. Άμποτε όσα μέλλω να σοι είπω να αποβώσι προς ευτυχίαν της μικράς ταύτης κόρης.

Διότι αντί της ευχαριστήσεως έλαβεν άλλο όνομα, το όνομα καλόν· εις εκείνον λοιπόν ας αποκριθώμεν και ας είπωμεν, ότι κάμνει το κακόν διότι νικάται. Από ποίον; θα είπη εκείνος· από το καλόν, μα τον Δία, θα είπωμεν.

Τότε ο γέρων που είχε την έλαφον, τον επληροφόρησε δι' όσα συνέβησαν μεταξύ του Πραγματευτού και του Τελωνίου. Απεκρίθη εκείνος· είμαι περίεργος να προσμείνω διά να ιδώ το αποβησόμενον· και εκάθισε σιμά εις τους άλλους. Και εν τω αναμεταξύ που συνωμιλούσαν οι τρεις, ιδού φθάνει ένας τρίτος γέρων, και αυτός πλησιάζοντας τους ηρώτησε διατί ο πραγματευτής ήτο έτσι λυπημένος και αδημονών.

Ο ράπτης με ερώτησε την αφορμήν αλλ' αιφνιδίως άνοιξε το έδαφος του σπιτιού, και παρουσιάσθη έμπροσθεν μας ο γέρων εκείνος· και με βλέμμα άγριον μου λέγει· δεν είνε ιδικόν σου τούτο το τσεκούρι και τα παπούτσια; και χωρίς να μου δώση καιρόν να του αποκριθώ, με άρπαξε από την μέσην και με ανέβασεν έως τα ύψη των νεφελών· έπειτα με μεγάλην ορμήν γυρίζοντας κάτω εκτύπησε την γην, και άνοιξεν ευθύς, και ευρέθημεν εις το υπόγειο παλάτι έμπροσθεν εις την βασιλοπούλαν.

Και να σας ειπώ το κατωρθώσατε· του είπε με πικρό χαμόγελο ο Γκενεβέζος. — Αλήθεια! εφώναξε ολόχαρος εκείνος· ω! με κολοκεύετε, με κολακεύετε πολύ... ευχαριστώ! Κανείς όμως από τους τόσους ακροατές δεν μπόρεσε να καταλάβη τα λόγια του. Εκείνο το «ευχαριστώ» ήταν τάχα για τα συλλυπητήρια ή για τα συγχαρητήριά τους;