United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Βεάτη εσκέφθη ότι ίσως η ξένη εκοιμάτο, και αφού το πράγμα ούτως είχεν, η Σιξτίνα μη έχουσα ν' αποτείνη τον λόγον πρός τινα, δεν ήτο ανόητος να ομιλή μόνη της, και ούτω συνέβαινεν ώστε αυτή, η Βεάτη, καίπερ τείνουσα υπερμέτρως τα ώτα, ουδέν όμως ήκουεν. Η εικασία αύτη εφάνη εις την Βεάτην η λογικωτάτη, εξ όσων είχε κάμει ποτέ. Εν τούτοις ηκροάτο εισέτι.

Ετέρα εφαίνετο τείνουσα τας χείρας εις ράβδον Ηγουμένης και άλλη ανοίγουσα τας αγκάλας εις τον ουράνιον αυτής μνηστήρα. Αι πλείσται όμως εκοιμώντο ησύχως και κοσμίως ως οι Φαραώ εντός της μεγάλης πυραμίδος, τινές δε μάλιστα και έρρενχον, αλλ’ αύται ήσαν γραίαι ονειρευόμεναι την μακαριότητα του παραδείσου.

Κύψασα είτα εις το ους της κοιμωμένης «Ιωάννα» εξηκολούθησεν, απαλύνουσα έτι μάλλον την φωνήν «σοι υπεσχέθη και ηδονάς η αντίζηλός μου αύτη· αλλ' ερώτησον αυτήν αν, περικυκλουμένη υπό κακοβούλων βλεμμάτων, αμιγή ησθάνετο ηδυπάθειαν, ότε παρεδίδετο εις τον εραστήν, τείνουσα το ους ουχί εις τους γλυκείς λόγους του, αλλ' εις πάντα περί αυτήν θόρυβον, και κάτωχρος αυτόν απωθούσα, οσάκις έτριζε θύρα ή εκινείτο φύλλον.

Χαριεστάτη ήτο και η Χριστίνα με το άσπρον της φόρεμα χωρίς μέσην ή, ως το έλεγεν, peignoir, επί του οποίου εχύνετο έως το γόνατον η λυτή κόμη της ως πλημμύρα μαύρου ποταμού. Εκύτταξε την θάλασσαν ψιθυρίζουσα την τότε του συρμού καβατίναν «Ερνάνη, Ερνάνη, κλέψε με», όταν αίφνης εσιώπησε μετριοφρόνως τείνουσα τα ώτα εις το άσμα αηδόνος αντηχήσαν από τον γειτονικόν κήπον.

Διό επανελάμβανε γελώσα και πηδώσα προ του αδελφού της, ενώ η πλούσια κόμη της εκυματούτο εις τον άνεμονΚαι περνάει ο Γιάννος και της δίνει μήλο, μήλο δαγκωμένο κι άλλο φιλημένο!. . . Αίφνης ο Γιάννος της ήρπασεν από χαμαί την χρυσήν κτέναν των μαλλίων της η οποία της έπεσεν όταν επήδα. — Δος μου την, Γιάννο μ', δος μου την είπεν τείνουσα τας χείρας.

Γυναίκες! γυναίκες! είπεν εκείνος· τω όντι διά τα μικρά πράγματα φροντίζετε πάντοτε μέχρι πάθους. Εγώ δεν απήντησα. Ο ξένος μοι είπε μετά μικράν παύσιν·Μοι ορκίζεσαι ότι δεν θα εξέλθη εξ ακριτομυθίας λόγος εκ του στόματός σου, αν σοι είπω τι; — Σοι ορκίζομαι, απήντησα προθύμως, τείνουσα την χείρα. — Άκουσε λοιπόν. Άμποτε όσα μέλλω να σοι είπω να αποβώσι προς ευτυχίαν της μικράς ταύτης κόρης.

Και υπέσχετο η λυγερή πάντοτε εις το μέλλον να του ήνε αφοσιωμένη και καθόλου δούλη του, να μη θέλη τίποτε χωρίς να το θέλη αυτός. Προσετρίβετο δ' επί του προσκεφάλου του, τείνουσα εις εναγκαλισμόν, αναζητούσα αυτόν και ποθούσα, αναπηδώσα εις τον ελάχιστον κρότον τον οποίον ήκουε τυχόν εις την αυλήν, ετοίμη ν' ανοίξη την θύραν και να τον δεχθή. . . O ύπνος της Σμάλτως ούτω διεκόπτετο συχνάκις.

Αι διαθέσεις αύται εγέννησαν την νέαν Γερμανικήν ρωμαντικήν ποίησιν με αεί αυξανόμενον ορίζοντα, με ιδίας σκέψεις, προβλήματα και μορφάς εκ των γνησίων της ζωής πηγών, ήτις τείνουσα να εξεγείρη και ενισχύση το εθνικόν Γερμανικόν φρόνημα, εισήγαγε νέον τόνον, έδωσε νέον εις τα έργα χρώμα επί νέων διαθέσεων και σχεδίων, των λαϊκών ασμάτων, λαϊκών διηγημάτων και παντός συνδεδεμένου με την ψυχήν του λαού.

— Ω! Θεέ! ανέκραξε μετά τους στίχους τούτους η Λίγεια, στηριζομένη επί των ποδών της και τείνουσα σπασμωδικώς τους βραχίονας προς τον ουρανόν· δεν θα ηττηθή ποτέ ο κατακτητής ούτος; δεν είμεθα μέρος και μόριόν Σου; Τις λοιπόν γνωρίζει τα μυστήρια της βουλήσεως, ως την ισχύν αυτής; ο άνθρωπος ως εκ της αδυναμίας της βουλήσεώς του υπείκει εις τους αγγέλους και παραδίδεται καθ' ολοκληρίαν εις τον θάνατον.

Η ερώτησις αύτη έγεινε με φωνήν μάλλον ευπροσήγορον, και η Λίγεια εσκίρτησεν εξ ελπίδος. — Αυγούστα, είπε, τείνουσα τας χείρας, ο Καίσαρ θέλει να με δώση ως δούλην εις τον Βινίκιον. Αλλά θα μεσολαβήσης δι' εμέ και θα με αποδώσης εις την Πομπωνίαν . . . — Λοιπόν ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να σε αναλάβη από τον Άουλον δια να σε παραδώση εις τον Βινίκιον;