Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Και το μεν κάτω μέρος αυτής ωμοίαζε με φίδι, εις δε το άνω ήμισυ ωμοίαζε με Γοργόνα, εννοώ κατά το βλέμμα και την φρικτήν μορφήν. Αντί δε μαλλιών από την κεφαλήν της εκρέμοντο δράκοντες, ως βόστρυχοι, και περιετυλίσσοντο εις τον λαιμόν της και συνεστρέφοντο επάνω εις τους ώμους της.
Από την γλυκειά μουσική εβούλωσαν τ' αυτιά μου, από την χρυσή λάμψι των μαλλιών των εθάμπωσαν τα μάτια μου. Κάμνω να μιλήσω, δεν ημπορούσα. Μου πήραν την μιλιά γιατί τους χάλασα τον χορό. Έκαμα τρεις μήνες να μιλήσω. Από τότες μου απόμεινε ένας φόβος 'ς την καρδιά και κάμνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου μερικές φορές. 'Σ τον πόλεμο με είδες, καπετάνιε, αλλά 'ς της Νεράιδες να μη με ιδής.
Μεγαλήτεροι του φίλοι είταν ο Όσιος, που από Μάγερας είχε καταντήσει «Κόμης των θείων Λαργιτιώνων», κι από κει πάλε «Μάγιστρος των Οφφικίων», κι ο Λέοντας, άλλοτες έμπορος μαλλιών, τώρα στρατιωτικός, και τόσο παχύς και μεγαλόκορμος που τον παρονόμαζαν Αίαντα, — Αίαντα όμως κορμί μονάχα, επειδή άλλο από φωνές, μεγάλα λόγια και καλοπάθια δε φαίνεται να κατείχε.
Η χρυσές κλωστές ξέβαψαν, αλλά όχι και η χρυσή τρίχα των μαλλιών σου». Η Ιζόλδη έρριξε μακρυά το μεγάλο σπαθί και πήρε στα χέρια τον επενδύτη του Τριστάνου. Είδε τη χρυσή τρίχα και σώπασε ώρα πολλή. Έπειτα φίλησε τον πληγωμένο στα χείλη, για σημείο ειρήνης, και του φόρεσε τα πλούσια ρούχα του.
ΕΡΜΙΟΝΗ Ω, αφήστε με να τραβήξω τα μαλλιά μου και να σχίσω το πρόσωπον μου με τα νύχια μου. ΤΡΟΦΟΣ Κόρη μου, τι κάνεις; Γιατί πληγώνεις έτσι το σώμα σου; ΕΡΜΙΟΝΗ Ω, πήγαινε να χαθής εις τους ανέμους, λεπτόν πέπλον των μαλλιών μου. ΤΡΟΦΟΣ Παιδί μου, σκέπασε το στήθος σου, με τον πέπλον. ΕΡΜΙΟΝΗ Γιατί να σκεπάσω το στήθος μου, αφού έκαμα τόσον φανερόν κακόν εις τον άνδρα μου, χωρίς να το κρύψω;
Εκείνη με άσπρο, έμορφο πρόσωπο, που έδειχνε πιο άσπρο ακόμα από το μαύρο μαντήλι που το επερίδενε και οπού άφινε να φαίνουνται η άκρες μαλλιών μαύρων ακόμα, περιτυλιγμένη σ' ένα ράσο καθαρώτατο, με δερμάτινη ζώνη, δυνατά σφιγμένη. Ημερώτατοι και οι δυο.
Ό Σωκράτης εκάθησε πρώτα και έπειτα είπεν: — Είθε, ω Αγάθων, η σοφία να ήτο κάτι το οποίον νάρθη από τον πλέον γεμάτον εις τον πλέον αδειανόν από ημάς, όταν ευρισκόμεθα εις επαφήν ο ένας με τον άλλον, όπως το νερόν των ποτηριών που τρέχει από το πλέον γεμάτον εις το πλέον αδειανόν διά μέσου των μαλλιών.
Περπατώντας περήφανα τη λύπη των άσπρων του μαλλιών στην Αθήνα ο παληός Αθηναίος αφίνει να στάξη το λίγο αίμα της καρδιάς του στης παληές συνοικίες όπου έζησε μια φορά. Είνε γελαστές και τώρα σαν και τότε απ' τον ίδιον ήλιο. Του προσώπου του οι χαράδρες διηγούνται τους κεραυνούς του Καιρού που εβρόντηξαν με θυμό απάνω στης τρέλλας του της κορυφές ω Θεέ! και ρήμαξαν το παρεκκλήσι, της στοργής του.
— Διότι, όταν λέγω π ο λ ι τ ι σ μ έ ν ο ς περί ανθρώπου οιουδήποτε ή περί λαού, δεν εννοώ τον πολιτισμόν αυτόν του συρμού, τον οποίον μου ενθύμισες, τουτέστι δεν εννοώ την επιφάνειαν, ούτε το φόρεμα, ούτε τον τρόπον του χαιρετισμού, ούτε το κόψιμον των μαλλιών, ούτε το σχήμα της μύτης των υποδημάτων.
Διό επανελάμβανε γελώσα και πηδώσα προ του αδελφού της, ενώ η πλούσια κόμη της εκυματούτο εις τον άνεμον — Και περνάει ο Γιάννος και της δίνει μήλο, μήλο δαγκωμένο κι άλλο φιλημένο!. . . Αίφνης ο Γιάννος της ήρπασεν από χαμαί την χρυσήν κτέναν των μαλλίων της η οποία της έπεσεν όταν επήδα. — Δος μου την, Γιάννο μ', δος μου την είπεν τείνουσα τας χείρας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν