United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το Ταλμούδ ασχολείται χιλιάκις περισσότερον εις λευιτικάς λεπτολογίας περί ηδυόσμου και ανήθου και κυμίνου, και περί μεγέθους κρασπέδων και πλάτους φυλακτηρίων, και περί πλύσεως ποτηρίων και τρυβλίων, και περί του «κατά ποίον τέταρτον δευτερολέπτου αρχίζει η νέα σελήνη και η ημέρα του Σαββάτου». Αλλ' η διδασκαλία αύτη του Χριστού ήτο όλως διάφορος τον χαρακτήρα, και τόσον μεγαλειοτέρα, όσον ο αχανής ναός του εωθινού στερεώματος υφ' ον απηγγέλθη ήτο μεγαλοπρεπέστερος της πνιγηράς Συναγωγής και της πληθούσης σχολής.

Γύρω εις το μέρος όπου γίνονται τα γεύματα υπάρχουν μεγάλα υάλινα δένδρα από διαυγεστάτην ουσίαν, καρποί δε των δένδρων τούτων είνε ποτήρια παντοειδή και κατά τα σχήματα και κατά τα μεγέθη. Ο ερχόμενος λοιπόν εις το συμπόσιον τρυγά έν ή δύο εκ των ποτηρίων τούτων και τα θέτει πλησίον του, αυτά δε παρευθύς γεμίζουν οίνον. Κατ' αυτόν τον τρόπον πίνουν.

Κιμίκρ! Εμουρμούρισεν απειλητικώς ο μογιλάλος κατά του αυθέντου του, μη αναμείναντος, μη δυνάμενος να εκφράση τον πόνον της καρδίας του, κ' εξήλθεν, εν ώ οι εργάται, ροφώντες το καυστικόν τσίπουρο διά μεγάλων ποτηρίων ηύχοντο προς την φιλότιμον χήραν: — Κι' εις άλλα με υγείαν!

Εν τούτοις ο κύριος, τον οποίον με τόσην δυσκολίαν κατώρθωσαν να εμποδίσουν προηγουμένως να πηδήση επί της τραπέζης, ευρέθη επ' αυτής εν μέσω φιαλών και ποτηριών. Μόλις δε ετοποθετήθη ασφαλώς επ' αυτής ήρχισε να δημηγορή. Η δημηγορία του αύτη θα ήτο πιθανόν πολύ ωραία εάν ήτο δυνατόν να ακουσθή.

Περί το εσπέρας οι βλάχοι εφάνησαν επιστρέφοντες, εύθυμοι και γελαστοί, με ολιγώτερα αρνία αλλά περισσότερον χρήμα εις τα κεμέρια των. Τινές τούτων, κρίνοντες απαραίτητον την μέθην, ήσυχον όμως, άνευ συγκρούσεως ποτηρίων προς ένδειξιν πένθους κατά την Μεγάλην Παρασκευήν, ήρχοντο παίζοντες το τζιρίτι και φωνάζοντες ευθύμως.

Το θέαμα των ανατρεπομένων τραπεζών, του χυνομένου αίματος και των ριπτομένων ποτηριών, ενθύμιζε την μάχην των Κενταύρων και των Λαπιθών. Εις το τέλος ο Αλκιδάμας ανέτρεψε τον λυχνοστάτην και έγινε μέγα σκότος, το οποίον επέτεινε την αταξίαν• διότι εβράδυναν να φέρουν άλλο φως και εις το σκότος συνέβησαν πολλά.

Τραγουδισταί και ακροαταί είνε συνήθως οι αυτοί, ή, αν ήνε διάφοροι, ισοπεδούνται όμως ταχέως υπό του ρητινίτου και ώτα και φωναί, η συναυλία ευρύνεται, και όσοι δεν ψάλλουσιν, υποκρούουσιν επί τέλους διά των ποτηρίων ή των γρόνθων αυτών επί της τραπέζης.

Κατά την αυτήν εκείνην στιγμήν ήρχισαν να σημαίνουν αι δώδεκα εις την παρακειμένην εκκλησίαν, ταυτοχρόνως δε η μαγείρισσα εισήρχετο διά πλαγίας θύρας εις την τραπεζαρίαν, φέρουσα δίσκον πλήρη πινακίων και ποτηρίων. — Με κακοφαίνεται, κυρά μου, είπεν ο ιατρός προχωρών προς την γραίαν, αλλά βλέπεις είναι μεσημέρι και έχω να εξέλθω αμέσως μετά το πρόγευμα.

Ωστόσο θάλεγες πως αγροικούνταν από μέσα τους, πως είχανε μεγάλη κουβέντα, μια κουβέντα χωρίς λόγια, που δεν την έκοβαν ούτε τα τραγούδια, ούτε οι φωνές, ούτε τα χτυπήματα των ποτηριών που γέμιζαν την ταβέρνα. Στο τέλος της παράξενης αυτής κουβέντας ήσανε πάντα σύμφωνοι κ' οι δυο. — Έτσι που λες, Καπετάν Βαγγέλη. — Έτσι βέβαια. Αμ' πώς; Και τρακάριζαν τα ποτήρια. Η κουβέντα αυτή βάσταξε ώρες.

Ό Σωκράτης εκάθησε πρώτα και έπειτα είπεν: — Είθε, ω Αγάθων, η σοφία να ήτο κάτι το οποίον νάρθη από τον πλέον γεμάτον εις τον πλέον αδειανόν από ημάς, όταν ευρισκόμεθα εις επαφήν ο ένας με τον άλλον, όπως το νερόν των ποτηριών που τρέχει από το πλέον γεμάτον εις το πλέον αδειανόν διά μέσου των μαλλιών.