United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' επιδέχονται τα τοιαύτα συζήτησιν; Ηδυνάμεθα να είμεθα βέβαιοι ότι η παρουσία του Κυρίου Μαιμά δεν θα προξενήση παρομοίαν εντύπωσιν και εις την θυγατέρα μου; Οι δε ιατροί μας προείπον ότι ο ελάχιστος τρόμος, η μικροτέρα συγκίνησις ημπορούν να επιφέρουν συνεπείας ολεθρίας! Την είδατε σήμερον τόσον ήσυχον.

Τέλος ηκούσθη υπόκωφος φωνή, φαινομένη ως να εξήρχετο εκ πίθου ή εξ αποξηραμμένου φρέατος. — Ποίος είνε πάλι; Δεν σε αφίνουν ποτέ, ποτέ ήσυχον. — Σηκώσου, έκραξεν ο ψευδώνυμος Μάχτος. — Δεν έκλεισα μάτι, είπεν ο γέρων Φούρβης. Ακόμα δεν μ' επήρε ο ύπνος. — Σηκώσου κι' άνοιξε, επανέλαβε η φωνή του κρούοντος την θύραν. — Τι με θέλεις; Ο διάβολος σ' έβαλε, μεσάνυκτα; — Κάμε γρήγορα!

Και, αν μεν δικαίως, πρέπει να τον αφίνωμεν ήσυχον και να μη τον ενοχλώμεν, αν όμως όχι, τότε έχομεν χρέος να τον καταγγέλλωμεν εις την δικαιοσύνην, έστω και αν ακόμη ο φονεύς έχη καμμίαν φιλίαν ή συγγένειαν μαζί μας.

Μη μου ζητήτε να τα 'πώ, πηγαίνετε, ιδέτε, και έπειτα λαλήσετε. Ξυπνήστε! Σηκωθήτε! Σημάνετε το σήμαντρον! Ω! Φόνος! Προδοσία! Ξυπνήστε, Βάγκε, Δοναλβαίν και Μάλκολμ! Σηκωθήτε, τινάξετ' απ' επάνω σας τον ήσυχον τον ύπνον, — τον θάνατον τον ψεύτικον, — κ' ελάτ' εδώ να ιδήτε τον θάνατον αληθινόν! Ξυπνήστε, σηκωθήτε της τελευταίας Κρίσεως να ιδήτε την εικόνα! Ελάτε! Μάλκολμ, Δοναλβαίν και Βάγκε!

Ιδού αυτή, κοιμάται, είπε. — Δεν είνε αυτή που ζητείς, είπον εγώ απηλπισμένη. — Μη την εξυπνήσης, είπεν αύθις ο ξένος. Και πατών επ' άκρων των ποδών επλησίασεν εις την κλίνην σου. — Δυστυχής κόρη, εψιθύρισεν, ως είδε το πρόσωπόν σου. Εκοιμάσο ύπνον ήσυχον και η αναπνοή σου δεν ηκούετο. Ομοίαζες με αρνίον αναπαυόμενον, μικρά μου κόρη. Ο ξένος σ' εθεώρησεν επί πολλήν ώραν.

Τινές δε είπον, «Απέθανεν». Αλλ' ο Ιησούς τον έλαβεν από της χειρός, και εν μέσω των επιφωνημάτων της εκπλήξεως του πλήθους, τον απέδωκεν εις τον πατέρα του, ήσυχον και υγιά. Ο Ιησούς είχε δώσει προηγουμένως εις τους μαθητάς Του την δύναμιν να εκβάλλωσι δαιμόνια, και η δύναμις μάλιστα εξησκήθη επ' ονόματι Του υπό τινων οίτινες δεν ήσαν μεταξύ των ανεγνωρισμένων μαθητών Του.

Αίφνης βλέπει την μηλωτήν του ακίνητον, ήσυχον, εκεί επί του βράχου, όπου εξελθών προ μικρού είχεν αφήσει αυτήν. Η καρδία του κτυπά, θαρρείς, να διαρραγή. Θρηνεί, βρυχάται ως λέων: — Καπετάν-Παρμάκη! — Καπετάν-Παρμάκη! Ηκούσθη πάλιν η ηχώ η έρημος, βρυχωμένη, θνήσκουσα, καγχάζουσα την ανθρωπίνην ασθένειαν. Έκφρων τότε, έχων τους οφθαλμούς του καθηλωμένους επί της ακτής, αναζητεί την λέμβον.

Εκεί, ένας μεγάλος σκύλος επλησίασε με την γλώσσαν του κρεμασμένην και με μάτια φλογισμένα και άγρια. Εμυρίσθη το παπί, έδειξε τα δόντια του, και πλατς, πλατς, έφυγε χωρίς να το εγγίση. Το παπί ανεστέναξε. Την εγλύτωσα, είπε. Είμαι τόσον άσχημον, ώστε και ο σκύλος δεν ηθέλησε να με δαγκάση. Και έμενεν εκεί ακίνητον και ήσυχον, ενώ εσφύριζαν τα σκάγια εις τα καλάμια και έπιπταν οι τουφεκισμοί.

Ότε εισήλθεν εις την πρώτην εν μέσω των αγρών οδόν, την περιερχομένην οφιοειδώς τον λόφον, τα παιδία τον άφησαν ήσυχον, μη τολμήσαντα να καταδιώξωσιν αυτόν πορρωτέρω. Ήδη είχεν αρχίσει να νυκτόνη, και εφοβούντο το σκιόφως, όπερ εν τω μέσω των θάμνων και των δένδρων εφαίνετο πυκνότερον, και είχε φανταστικόν τι και απειλητικόν.

Όθεν ευθύς που άρχισεν η ημέρα εσηκώθη, και επήγε να εύρη τον Δερβύσην, ο οποίος εκατάλαβε καλώτατα, οπόταν την είδε, πως δεν είχε το πνεύμα ήσυχον.