United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηθέλησε να προσκολληθή εις την θύραν, οι δάκτυλοί της ωλίσθησαν επί του λίθου και θα ελιποθύμει, εάν φρικώδες θέαμα δεν ετάρασσε τα νεύρα της, όταν ο Βινίκιος ώρμησε μετ' αυτής εις τον κήπον. Ο Ούρσος εκράτει εις τους βραχίονας του ένα άνθρωπον εντελώς κυρτωμένον προς τα οπίσω, με την κεφαλήν κρεμασμένην, με το στόμα αιματωμένον.

Και η Ξενιώ με προσποιητήν πάντοτε χαράν εξηκολούθει να πλέκη την κάλτσαν της, κρεμασμένην από τον λαιμόν της, σαν να της την εφόρεσεν ο παπάς αντί για στεφάνια, την ημέραν του γάμου της. — Πώς δεν έρχεται, παιδί μου, ο καπετάν-Μοναχάκης; ηρώτησεν άλλην ημέραν η γρηά Μαθήνα πάλιν, με τα πολλά κορίτσια. — Πιάσθηκε σε δουλειά τακτική απάνω. Δουλεύει απάνω. Καιρό να φάγη δεν έχει.

ΕΡΜ. Θα μάθετε μετ' ολίγον διατί και ημείς τους ζητούμεν• τώρα δε βοηθήσατέ μας εις το διαλάλημα• «Όποιος γνωρίζει που βρίσκεται ένας δούλος Παφλαγών, βάρβαρος από την Σινώπην, του οποίου το όνομα έχει σχέσιν με κτήματα και είνε ολίγον ωχρός, έχει κομμένα τα μαλλιά σύρριζα, τρέφει μεγάλα γένεια, έχει εις τον ώμον κρεμασμένην πήραν, φορεί μανδύαν, θυμώνει εύκολα, είνε αγράμματος, έχει φωνήν βραχνήν και υβρίζειόποιος γνωρίζει που ευρίσκεται αυτός ο δούλος να μας πληροφορήση και θα λάβη ωρισμένην αμοιβήν».

Εκεί, ένας μεγάλος σκύλος επλησίασε με την γλώσσαν του κρεμασμένην και με μάτια φλογισμένα και άγρια. Εμυρίσθη το παπί, έδειξε τα δόντια του, και πλατς, πλατς, έφυγε χωρίς να το εγγίση. Το παπί ανεστέναξε. Την εγλύτωσα, είπε. Είμαι τόσον άσχημον, ώστε και ο σκύλος δεν ηθέλησε να με δαγκάση. Και έμενεν εκεί ακίνητον και ήσυχον, ενώ εσφύριζαν τα σκάγια εις τα καλάμια και έπιπταν οι τουφεκισμοί.

Προς τον Ηρακλήν ομοιάζει μόνον κατά το ένδυμα και τον οπλισμόν• διότι, όπως εκείνος, φορεί την λεοντήν και εις την δεξιάν κρατεί το ρόπαλον, έχει κρεμασμένην εις τον ώμον την βελοθήκην και το τόξον παρουσιάζει τεντωμένον η αριστερά του• καθ' όλα δε ταύτα είνε Ηρακλής.

Τι να σ' πω, παιδί μου; να σε ζαλίζω! επανελάμβανε πάντοτε η γραία, χωρίς ν' αποσπάση από την μαυρισμένην οροφήν τους οφθαλμούς της, πλανωμένους, θαρρείς, εκεί επάνω εις καμμίαν εικόνα της φαντασίας της, κρεμασμένην εις κάποιαν μυστηριώδη της οροφής γωνίαν. — Καμμιά φορά όμως συνήρχετο.