Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Ότε δε μίαν ημέραν είδε πολλούς και από τα παλαιά μέλη της Εταιρείας της Αναστάσεως , οι οποίοι μεταμορφωθέντες εις μεσίτας επωλούσαν εκεί και ηγόραζαν, διδαχθέντες από τους νεήλυδας, χαρτία, τότε πλέον δεν ηδυνήθη να κρύψη τον πόνον του εδάκρυσεν οδυνηρώς εμβριμώμενος, ανεστέναξε βαθειά και έγεινεν άφαντος. Ούτε εφάνη πλέον πουθενά εντός της πόλεως.
Είντα να σου πω κ' εγώ, είντα να σου πω; — Κι' απόψε θα πάω να ξωμείνω στης θειας μου στο Πετρούνι. — Να κάμης ότι θες και να πάψης να με ζαλίζης, είπεν η χήρα με αιφνιδίαν τραχύτητα. Ω διάολε! ... Έπειτα, ως μετανοήσασα διά την άδικον παραφοράν της, ανεστέναξε και εφαίνετο ετοίμη ναρχίση να κλαίη.
Αλλ' ο Καπετάνιος ιδών συλλογισμένον τον φίλον του οινοπώλην ηρώτησε την αιτίαν, και του είπεν αμέσως: — Μη φοβάσαι, κυρ-Μιχάλη. Ο Καπετάνιος είνε εδώ! . . . Και επλήρωσε το επισπρόσθετον ενοίκιον. — Ο καϋμένος ο Καπετάνιος! Καλή του ώρα! Ανεστέναξε ο κυρ-Μιχάλης αποπερατώσας πλέον πάσαν εργασίαν. Σε ποιο κλαρί τάχα να πασχάση! . . . Επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως.
Αδειάζει κι' αυτή, οπού και εις τον ύπνο της ακόμα πλέκει την κάλτσα της κινούσα τα χέρια της! . . . Και ανεστέναξε βαθέως: — Να ήμουν ταχυά κι' εγώ στην Παναγία την Λημνιά, τη ενορία μας, ταχυά το ψυχοσάββατο! Τι κόλλυβα σωρό, οπού θα πάνε για όλους τους πεθαμένους! . . .
Εβγήκα έξω, εγονάτισα, την κατεφίλησα και ησθάνθην μίαν γλυκάδα μέσα εις την καρδίαν μου, σαν ο άρρωστος όταν παίρνη δυναμωτικό.» Ο καπετάν-Μαμμής ανεστέναξε και έκαμε τον σταυρόν του. Και πάλιν εξηκολούθησε με δικαίαν περιέργειαν. «Οι ρώσοι συνάχθηκαν γύρω-γύρω, μελίσσι. Κ' έκαμναν μετάνοιαις έως κάτω, σαν εις την εκκλησίαν. Τέλος έφυγεν ο παπά Σεραφάκος.
Εκεί, ένας μεγάλος σκύλος επλησίασε με την γλώσσαν του κρεμασμένην και με μάτια φλογισμένα και άγρια. Εμυρίσθη το παπί, έδειξε τα δόντια του, και πλατς, πλατς, έφυγε χωρίς να το εγγίση. Το παπί ανεστέναξε. Την εγλύτωσα, είπε. Είμαι τόσον άσχημον, ώστε και ο σκύλος δεν ηθέλησε να με δαγκάση. Και έμενεν εκεί ακίνητον και ήσυχον, ενώ εσφύριζαν τα σκάγια εις τα καλάμια και έπιπταν οι τουφεκισμοί.
Ο μικρός Κλώσος τα είδεν όλα αυτά, και ελυπήθη διά το κρύψιμον των φαγητών και ανεστέναξε. Ο γεωργός ήκουσε τον αναστεναγμόν του και εφώναξε: — Ποίος είναι εκεί επάνω; Και είδε τον μικρόν Κλώσον. — Τι θέλεις εκεί; Έλα κάτω! Ο μικρός Κλώσος του είπε ποίος ήτο, και πώς έχασε τον δρόμον του, και τον παρεκάλεσε να τον αφήση να ξενυκτήση εις την οικίαν του.
Ο Ούρσος ανεστέναξε δις. — Ο Βινίκιος θα σου το είπη. — Δηλαδή τον εκτύπησες με μαχαίρι ή τον εφόνευσες με ράβδον; — Ήμην άοπλος. Ο Έλλην δεν ηδυνήθη να συγκρατήση τον θαυμασμόν του διά την υπεράνθρωπον δύναμιν του βαρβάρου. — Είθε ο Πλούτων . . . ήθελα να ειπώ . . . Είθε ο Χριστός να σε συγχωρήση.
Η αγάπη θέλει φρόνησι, θέλει ταπεινωσύνη ... Δεν το λέει και το τραγούδι; έτσα διάχνουνε, Μανώλη, οι τιμημένοι άντρες. Η Ρηγινιώ ανεστέναξε και το ρεμβόν της βλέμμα εβυθίζετο εις την μακρυνήν εποχήν από την οποίαν της ήρχετο εξησθενημένη η απήχησις ενός διστίχου του χορού: Να τα χαρώ τα μάτια σου όντε τα κλίνης κάτω ...
Ο Άγγελος έτυχε να είναι ολίγον μακράν και ο Φωκίων είπεν εις την Αρσινόην, δεικνύων την εικόνα — «Διά την θέσιν του ανδρός αυτού θα έδιδα την ζωήν μου·» και ανεστέναξε βαθέως. Η Αρσινόη, μολονότι ταραχθείσα, εκρατήθη όμως και απήντησε με απάθειαν: — Και τις η ανάγκη απαγωγής; Ειμπορείτε να εκλέξετε και να ευτυχήσετε. — Α! ναι, είπεν ο Φωκίων με πικρίαν καταφανή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν