United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός αν ήτο παπάς θ' απηγόρευεν εις τον κτίστην εκείνον να ψάλη, διότι επί τέλους ήτο εμπαιγμός των θείων. — Οντέ να γενής η γιαφεντιά σου παπάς, να τον εμποδίσης, είπεν ο παπάς, πεισμωμένος πάλιν. Εγώ θωρώ πως ψάλλει καλά και σωστά, καλλίτερα κιαπό μερδικούς απού κάνουνε πως αυτοί είνε κι άλλος δεν είνε.

Δε μου λες εδώ είντα σου κτύπησε κιαφήκες την Πηγή και κυνηγάς άλλες και πότε τη μια ξανοίγεις, πότε την άλλη; — Κι' άμ' είντα θες, να σφαλίζω τα μάτια μου να μην τσι ξανοίγω; είπεν ο Μανώλη; με μειδίαμα, αλλά χωρίς να υψώση το βλέμμα. Το μειδίαμα εκείνο έκαμεν εις τον Σαϊτονικολήν εντύπωσιν αυθαδείας. — Οντέ σου μιλώ εγώ, ανεφώνησε, να μη γελάς· ορίστε το γάιδαρο!

Ροδοκόκκινη υπό την πλατείαν μπολίδα, ήτις της επροφύλαττε το πρόσωπον από τον ήλιον, εθέριζε μια σπορά εις διάστημα κατά το οποίον οι άλλοι δεν εθέριζον τέταρτον σποράς. Και εις τας επιπονωτάτας δε εργασίας διετέρει την φυσικήν της ευθυμίαν και τον γέλωτά της, όστις ενθύμιζεν εις τον Σαϊτονικολήν ένα τραγούδι της νεότητός του: Οντέ μιλής πέφτουν ανθοί κιοντέ γελάσης ρόδα.

Αλλ' ο Τερερές, άνθρωπος φρόνιμος, περιωρίσθη εις άμυναν, η δε υποχώρησις του Μανώλη έδωκεν εις τους κτίστας καιρόν να παρέμβωσι. — Καλά, είπε τότε ο Μανώλης, άλλη βολά θα σου δείξω 'γώ πώς με λένε. — Όντε θες, μωρέ, απήντησεν ο Τερερές. Έπειτα δε είπε με χλεύην, σείων την κεφαλήν: — Γιάε, μωρέ, άντρας και φοβερίζει κιόλα! Άδικο να σου λάχη, βούιδαρε!

Ο Μανώλης τότε έκαμε να ορμήση, αλλά τον συνεκράτησαν οι κτίσται, ο δε Καρπάθιος εφώναξε προς τον Τερερέν: — Άιντε και συ στην καλιώρα, που κάεσαι και συνερίζεσαι! Ο Τερερές όμως εις την νέαν απειλήν του Μανώλη απήντησε διά νέας προκλήσεως, εμμέτρου αυτήν την φοράν: Όντε θωρή κιανείς πολλούς τον αντρειωμένο κάνει, Μα σα μονιάσουνε οι δυο, ρίγος τον ένα πιάνει. Και έπειτα απεμακρύνθη.

Εγώ πάω κάθα μέρα και τήνε θωρώ κιόλο με τα δάκρυα στα μάτια τήνε βρίσκω· κιόλο μου λέει πως αν σούφταιξ' αδερφός τση, αυτή είντα σούκανε και δεν περνάς μπλειο απ' όξω απ' το σπίτι τως νακούη σκιάς το ζάλο σου και να σε θωρή απ' αλάργο. Μια-δυο φορές μόνο λέει έτυχε να σε δη, όντε πάει στη βρύσι γή στην εκκλησά, μα κάνεις πως δεν τήνε θωρείς και ραΐζει η καρδιά τση.

Και κατές πότε θαποθάνω; Όντε θα πέφτουνε τω δεντρώ τα φύλλα. Σαν έν' απ' αυτά τα μαραμένα φύλλα, κεγώ θα πέσω και τανέμου το φύσημα θα με πάρη. — Μα δε σούπα να μην τα λες αυτά; Εγώ στην Καλυβιανή, που πήα, την επαρακάλεσα και θα σε γιάνη. Και κάθ' αργά στην προσευχή μου για του λόγου σου παρακαλώ Μα γιατί να μην πας κη ίδια στην Καλυβιανή, απού κάνει μεγάλα θαύματα;

Μα θα μου δώση το τουφέκι να τώχω 'γώ; — Κιαμέ; Όσες μέρες θάστε στον Αμαλό, το τουφέκι θάνε δικό σου. Νάχης μόνο το νου σου να μη σε σβολώση. Ο Βασίλης θα σ' αρμηνεύγη κιότι νάρθη να μου πη πως ήμαθες να παίζης, θα σαγοράσω, κανακάρη, μου, ένα τουφέκι νάνε μοναχικό σου και να πιαίνης να κυνηγάς, όντε θες. Ο Βασίλης που τον είδα ταπόγεμα μου βεβαίωσε τα λόγια της μάνας μου.