Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
— Ναφίνης την Πηγή, εξηκολούθησε, και να κυνηγάς τη μια και την άλλη, απού, μα το Θεό πούν' από πάνω μας, όλες δεν αξίζουνε το μικρό τση δαχτυλάκι! Είντα να σου κάμω 'γώ; δεν είμαι τω χρονώ σου να δης πως τσι διαλέγουν τσι κοπελλιές. Αι, Ργινιώ; ... Μα νάχωμε και το νου μας, είπε γελών, να μη σε πιάση ζήλεια. — Φόβον έχω! απήντησεν η Σαϊτονικολίνα γελώσα και αυτή.
Τότ' είπε στου Πηλιά το γιο ο φυλαχτής Απόλλος «Γιατί, Αχιλέα, εσύ θνητός μού τρέχεις καταπόδι εμένα τ' άλιωτου θεού; Μα τι λοιπόν, ακόμα θεός πως είμαι δε θωράς που κυνηγάς με πείσμα; 10 Σκοπό μαθές δε θάχεις πια να δεκατίζεις Τρώες — αφτοί παν τρύπωσαν — για αφτό στ' απόμακρα αλαργέβεις. Μα εμένα δε μπορείς, γραφτό δε σούναι να με σφάξεις.»
Εκεί που φθάνεις άπλωνε· τι κυνηγάς του κάκου αυτά που φεύγουν άπιαστα και χάνοντ' απ' ομπρός σου; Θα βρης άλλη Γαλάτεια και πιο ώμορφη από κείνη. Πολλές κοπέλλες με καλούν να παίζω με τη νύκτα κι όλες αυτές γλυκογελούν αν τις καλοκυττάξω. Αυτό μου δείχνει πως κ' εγώ κάτι στον κόσμο θάμαι.
Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη και συ το γνωρίζεις; κι έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς; μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δε θερίζεις, δε σκοντάβεις σε ρώτημα σ' ότι ρωτάς; Κι ό τι σ' έχει μαγέψει κι ό τι σου έχει γελάσει το έχεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Το 'ξεύρω· ‘ς τον καιρόν σου σου ήρεζε να κυνηγάς τους ποντικούς την νύκτα· πλην τέτοια ξενυκτίσματα εγώ δεν σου τ’ αφίνω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Α! ζήλεια, ζήλεια! Στάσου συ· τι έχεις εκεί μέσα; Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τα στέλνουν εις τον μάγειρα· τι είναι δεν ηξεύρω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Εμπρός, εμπρός. Εσύ εκεί, είναι στεγνά τα ξύλα; κράξε τον Πέτρον, τα στεγνά πού είναι να σου δείξη.
Σε μια δυο μέρες θα πάη ο ξάδερφός σου ο Βασίλης του παπά για να κυνηγήση. Τούπα να πάτε μαζή και τάκουσε με πολλή του χαρά. Θα σου βρη, λέει, κέναν τσιφτέ να σε μάθη να κυνηγάς. Κιο Βασίλης, ως θάκουσες, έχει γενεί καλός κυνηγός. Ποτέ δε γυρίζει χωρίς λαγό. Η ιδέα της μητέρας μου μενθουσίασε. Το τουφέκι και το κυνήγι ήσαν από τους μεγάλους μου πόθους. — Θες να πας; με ρώτησε η μητέρα μου.
Αλλά ο Βασιλέας την εκράτησε από τη βελουδένια κάπα της και την ξανάβαλε να καθήση δίπλα του. — Περιμένετε λίγο, Ιζόλδη φίλη, νακούσωμε αυτές της τρέλλες ως το τέλος. Τρελλέ, τι δουλειά ξέρεις να κάνης; — Υπηρέτησα κόμητες και Βασιληάδες. — Αλήθεια, ξέρεις να κυνηγάς με σκυλλιά και με πουλιά;
Τι πήγε και τον φώναξε και τούπε αφτά τα λόγια «Έχτορα, τρέχεις τώρα εσύ και κυνηγάς του κάκου 75 τ' άλογα τ' Αχιλέα εδώ· μα αφτά ναν τα δαμάσει θνητός και ζέψει σα βαρύ, αίμα αν δε φτύσει πρώτα, άλλος παρά τον Αχιλιά π' αθάνατη έχει μάννα· μα σύγκαιρα τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, στητός μπροστά στον Πάτροκλο μάς κάρφωσε έναν πρώτο 80 παλικαρά, τον Έφορβο, και τη ζωή του πήρε.»
— Μα θα μου δώση το τουφέκι να τώχω 'γώ; — Κιαμέ; Όσες μέρες θάστε στον Αμαλό, το τουφέκι θάνε δικό σου. Νάχης μόνο το νου σου να μη σε σβολώση. Ο Βασίλης θα σ' αρμηνεύγη κιότι νάρθη να μου πη πως ήμαθες να παίζης, θα σαγοράσω, κανακάρη, μου, ένα τουφέκι νάνε μοναχικό σου και να πιαίνης να κυνηγάς, όντε θες. Ο Βασίλης που τον είδα ταπόγεμα μου βεβαίωσε τα λόγια της μάνας μου.
Επειδή δε θα σ' ωφελήσουν καθόλου τα γεράματα για να μη με κυνηγάς ύστερ' από το ένα φιλί. Δε μπορεί να με πιάση εμένα μήτε γεράκι, μήτε αητός, μήτε κάθε άλλο πουλί γληγορότερο απ' αυτά. Δεν είμαι καθόλου παιδί εγώ, κι ας φαίνουμαι παιδί, παρά πιο μεγάλος στα χρόνια κι από τον Κρόνο κι από τον ίδιο το Χρόνο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν